Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Διώξε με
  Διώξε με
 απ' τη φωνή μου
διαχώρισε το όραμα
   απ' την υγρή
 φυλακή μου

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Πτώση ή πόσα μέτρα απέχω απ' την παράνοια, μαμά;

το αυτοκίνητό μας, χρώμα πράσινο
πέφτει στους θάμνους.

πέταξα μες τη θάλασσα όλα τα μισοπεθαμένα Εγώ
και τις ακροβασίες στο διαστρικό ουρανό.

με συγχώρεσαν μόνο
οι φύλακες των ανατρεπόμενων στιγμών
και των διχασμένων παρορμήσεων.

είναι όλα τόσο διεστραμμένα γύρω μου
φοβάμαι για το μυαλό μου.

οι παρορμήσεις πολεμούν με κόκκινο
τα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μου όνειρα.

"ή θα αφεθώ και θα πέσω, ή θα προσχεδιάσω την πτώση μου.
είπε ένας φίλος.

με τρόμαξαν αυτά τα πτηνά, πετούσαν ώρα μες το στήθος μου
αραδιάζοντας τη ζωή πετσοκομμένη στο νεκροσέντονό μου.

το έντομο, αναρριχήθηκε μέχρι τη σπλήνα,
οι γιατροί είπαν πως ξόφλησαν τα γεννητικά μου όργανα
και μέσα απ' το γυαλί ουρλιάζω στα φίδια
να ρθουν, να χορέψουν για μένα
μέσα απ' τις φυλωσιές
τον τελευταίο παράλυτο χορό.

μόνο το σώμα μου υπάρχει
ή μόνο το μυαλό.
ποτέ δεν συνυπάρχουν μαζί,
παραλύουν εναλλασσόμενα
φθίνουν προς μια κατεύθυνση
και ύστερα αντίθετα,
σαν να κινούνται δίπολα ανομοιόμορφα
εκτός μου
μέσα απ' τις κλειδώσεις
βρυχάται, η αναπηρία μας.

ψυχοφθόρο που υπάρχω έτσι.
μικρούλα κι εύθραυστη, σπάζω σε χίλια κομμάτια
και μια ζωή με μαζεύω απ' τα πατώματα
προσπαθώντας να με ξαναχτίσω
μα πάντα βγαίνει κάπως θολό το ομοίωμά μου
στον καθρέφτη κοιτάζεται και σπάζει ξανά
ασθμαίνοντας λέξεις όπως "πόσο"
"μάταιο" "είναι"
"να με χτίζεις"
"ξανά..." 
"αφου όλο πέφτω."

είναι όμορφα από εδώ.
είναι ψηλά! και βλέπω τα σύμπαντα να τρέχουν
αβαρή κι ασήκωτα
και τους μικρούλικους ανθρώπους
να παραληρούν μέσα στην έκσταση και στον πόθο
παραμορφωμένοι απ' το χρόνο
και εφήμεροι, χωρίς ιδέες ή νοήματα σαθρά
υπόγειοι άνθρωποι, κάτω απ' το χώμα
χαράζουν κύκλους
κι άλλους κύκλους
συνεχόμενα και ασταμάτητα
και πένθιμα ζώα τους τρίβουν τη μούρη
κι εκείνες οι κοπέλες
οι πανέμορφες, με τα στιλπνά μάτια
χαρακώνονται χαράζοντας τρύπες στη γη
να βρουν το δηλητήριο
πού το κρύψαν οι αόμματοι νεκροί;
μέσα στις λάσπες παλεύουν
και τα όμορφα μαλλιά τους μπλέκονται
κι οι σάρκες τους κολλάνε
και υγραίνουν
και λιώνουν όλες μαζί πυρετωδώς
αναστενάζουν τα υγρά τους χείλη
παρατεταμένες σιωπές
και πρόσωπα σβησμένα με ανάσες
βουτούν στο δηλητήριο
κοχλάζει ατόφιο, να το βρήκαν
και το τρώνε,
μέσα τους στάζει, στις ψυχές
γεμίζει ο ουρανός δρυοκολάπτες
και τρυπάει τ' αστέρια με βελόνες αιχμηρές
κι η πορφυρή μου μάσκα βρέθηκε κάπου
ανάμεσα στα συρματοπλέγματα
τσουρουφλισμένη, διάτρητη
μα αφόρετη
ούτε που πρόφτασα να την κρατήσω
στα χέρια μου
σπάσαν τα νερά
του εγκλεισμού μου
και ξεγέννησα το πιο απαίσιο κτήνος
ξεμέθυστη, νηφάλια
μέσα στον πυρετό της ύπνωσης
και στα ανομολόγητα αστεία μας
το κτήνος επέζησε
για μερικά λεπτά, εκείνα τα τελευταία
τα εφιαλτικά δευτερόλεπτα
που κυλούσαν πιο αργά κι από αιώνες
εγώ σφουγγίζω τα μάτια μου
τα καθαρίζω απ' τις τσίμπλες
και προσπαθώ να τα ανοίξω με χαμομήλι
και βαμβάκι
η θλιβερή εικόνα του Ιησού
μέσα από τριπλό ή τετραπλό τζάμι
αντικατοπτρίζεται
φοράει ρούχα γυναικεία
και τα ήρεμα μάτια του κοινωνούν
τώρα και για πάντα
καταδικάζουν την ανυπαρξία
και ελέγχουν με απόλυτη σοβαρότητα
τις κινήσεις των χεριών
και τα βλέφαρα χαμηλώνουν
και χαμηλώνουν
και η εκκλησία λίγο πριν κατεδαφιστεί
μαζί με όλους τους απίστους
και τους ένορκους
κοιτάζομαι για μια στιγμή στο τζάμι
το κρυστάλλινο
εκείνο το σπασμένο
του δωματίου μου το θεριό κοιτάζω
και βλέπω μέσα στο βαθυκύανο βλέμμα του
την γνήσια ανυπαρξία
την πραγματική αστάθεια
τον αληθινό Θάνατο ντυμένο στα χρώματα
μιας γης που φλέγεται
και πυρπολείται μέσα μου
η φλεγμονώδης σάρκα του
το πτώμα της σαρκάζει μέσα μου
γελάει με τα κλειστά μου βλέφαρα
αδειάζει τα αποτσίγαρα
γδύνει το σώμα μου
και δείχνει σε όλο το βουβό
πεθαμένο ακροατήριο
της πληγές στο στέρνο, στα χέρια
στο στήθος, στα γεννητικά μου όργανα
και τις πιέζει επιδεικτικά μπροστά τους
μέχρι να χύσουν αίμα
και να στάξουν ύδωρ μυστικό
ερμαφρόδιτο
κι ο Θάνατος ντυμένος στα λευκά
σαν νύφη λιθιβολεί την αντρική μου υπερηφάνεια
με μια κουκίδα στο μέτωπό του
ανεξιχνίαστη
με αργές κινήσεις μου προσφέρει το λευκό κρασί
ταπεινωμένη με το αίμα να κυλάει απ' τη μήτρα μου
γίνομαι σιγά σιγά κάτι άλλο κι όχι άνθρωπος,
εγώ, σιγά σιγά πίνω το λευκό υγρό με μάτια
σχεδόν δολοφονημένα
γαλήνια και αργά χωρίς βαρύτητα
πέφτω στο κρύο πάτωμα
ξαπλώνω πάνω στα σπασμένα γυαλιά
για πρώτη φορά δεν ζω δοκιμαστικά
αλλά είναι εκείνη η στιγμή
που δεν θα υπάρξει όμοιά της ποτέ
είναι εκείνη η ιερή και πένθιμη στιγμή
που τίποτα δεν θα αντηχεί στ' αυτιά μου
ικετεύοντας για μια επαναληπτική παρτίδα
χαμογελάω, με το πιο καθαρό βλέμμα
και μια σιωπή θεόρατη με σκεπάζει
λευκή σαν σεντόνι
χωρίς κανένα θόρυβο
πολύ σιγά
τελετουργικά και
σχεδόν αναμάρτητα.

ξόρκισα τη θλίψη με μια πτώση
εξάλειψα την πιθανότητα αυτή εδώ η ζωή
να είναι πια δικιά μου
τώρα μόνο άλλα μάτια θα πάρουν τη θέση μου
κι απ' την αρχή θα ορίσω το χρόνο και τον πόνο
με μια ελαφράδα σαν πυροτέχνημα
σαν έκρηξη με απαλούς αστραγάλους
με τις ιδιόρρυθμα κατεβασμένες κουρτίνες
να μην με βλέπουν κι όμως να τους βλέπω
απ' την ρωγμή αυτή του βράχου
που άφησα για παν ενδεχόμενο.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

ερευνώντας τα πιθανά και τ' ανεκπλήρωτα

το μνησίκακο άγαλμα

το μνησίκακο άγαλμα
στεκόταν πάντα ακριβώς εκεί
ούτε πιο δεξιά ούτε πιο αριστερά

κοίταζε τους περαστικούς
μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό

ήξερε τι πρόκειται να συμβεί
όμως δεν είχε μιλιά να το πει

 ο φαγωμένος θρίαμβος
των κουρασμένων ματιών μου
εξερράγη κάπου χωρίς συγκεκριμένες μορφές
κάπου που οι διακλαδωμένες πιθανότητες χορεύουν
με τα γεγονότα.

η μνήμη συγκαρτάει το σώμα μου 
λίγο πιο ζωντανό απ' όσο θα πρεπε
λίγο πιο νεκρό απ' ότι ήταν προγραμματισμένο.

όσα συνέβησαν, δεν ήταν παρά ένα υπόλειμμα
μετενσαρκωμένης πιθανότητας
που κάποιος τρελός δορυφόρος 
επέλεξε για μας
έχωσε τη μεγάλη χούφτα του
στο κέντρο της γης, η τυχαιότητα 
επέλεξε για μας
με τα μαγικά της χέρια
την ακατανόητη μορφή μας
-τόσο ασαφή και τόσο συγκεκριμένη-
και ίσως παγιωμένα ανεκπλήρωτη.

ελαστικές υπάρξεις
πλαστικές ψυχές

περιμένωντας ν' ανατραπούν
οι εφήμερες φωνές μας

το σπερματοζωάριο
αυτό το θλιβερό μικρόσωμα της κίνησης
που έφτασα να μαι εγώ
αθόρυβα και μόνιμα
ή περίπου μόνιμα.

οι σκιές των ανθρώπων
καλύπτουν σίγουρα κάτι άλλο, πιο σκοτεινό
η γκρίζα όψη ξεγελάει τα μάτια τους τα πολύχρωμα.

δεν επέλεξα τη σύνθλιψή μου.
τον εγκυμονούντα εαυτό και τις ανατριχίλες
τις αστάθειες του κορμιού μου και τις ασύμβατες λέξεις.
συνίσταμαι απ' όλα αυτά και όσο γίνεται τ' αφήνω να εκρήγνηνται
διάφανα μες τον κόσμο των μικρών ανεστραμένων στιγμών μου
σαν πολύτιμα ζωγραφισμένα χεράκια
συντονισμένα στην απόθηση και την αναβολή

οι κορυφώσεις και οι ανατροπές συνίθισαν να είναι
κάπως, μέρος του γονιμοποιήσημου ζώου
που με διανέμει πιο ξάστερα, σχεδών ικετευτικά
σε κάποιο άλλο μέρος
σίγουρα πολύ μακριά από εδώ.

θα φτιάξω ένα μικρό χαοτικό σύμπλεγμα
από μελωδίες δικές μου μπλεγμένες
που θα ξεδιαλύνουν κάποτε μονάχα
οι νότες της τελευταίας μου 
αναρίχησης στην πιο εξώφθαλμη πραγματικότητα.

οι ευνουχισμένες στιγμές μου
θα θυσιάσουν ένα μέρος τους 
στο πληθωρικό βασίλειο των περιπτίξεων
των εκδοχών του βασανισμένου κορμιού μου

και οι υπόλοιπες θα βγάλουν στόματα πελώρια
και θα πετσοκόψουν λίγο λίγο
τη μνήμη μου.

όλα τα υπόλοιπα
θα 'ναι σκόνη 
πίσω απ' το παραβάν θα παρατηρούν
-μόνο θα παρατηρούν-
αυτή την τελευταία διαστροφική συνάντηση
με τις άλλες εκδοχές του εαυτού μου
που ίσως και να είχαν κάποτε τραγουδήσει
τη μελωδία της αποσύνθεσής μου
ανάμεσα στα στήθια μου, 
μα το μισοφαγωμένο αυτί μου
τις αγνόησε παράφωνα.

εκείνες που θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει παράλληλα
αν το μνησίκακο άγαλμα 
το πυρετικά ανυσπόστατο
και ξένο έστρεφε λίγο 
τους καρπούς του προς το φως.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

μέσα απ' τις σχισμές των ματιών της διαμελισμένης μορφής μου

η διαμελισμένη εικόνα μου με κοιτάζει
με μάτια-γρίφους
μ' αυτά τα παράξενα μάτια
προσπαθεί να με ερμηνεύσει
μ' έναν τρόπο ατίθασο
επίμονα τα χαριτωμένα χεράκια της
αποκομμένα, η μύτη κάπως στραβή
το σώμα ανάστροφο.
κάτι θέλει να πει
όμως δεν μπορεί να μιλήσει ακόμα.

στέκεται μπροστά μου σα φωτογραφία
που δεν μπορώ να ορίσω
αν το κορίτσι αυτό είμαι εγώ
ή μια χυδαία στραβοχυμένη φωτοτυπία μου
το κορίτσι χαμογελάει
με δάκρυα στα μάτια, χωρίς βέβαια
να μου πει το λόγο.

μόνο εκείνη ξέρει
από πού πηγάζουν οι διαθέσεις της
πώς στο διάβολο προήρθαν οι στίχοι της
γιατί τις νύχτες αλλάζει πλευρό κάθε δυόμισι λεπτά
και γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τα μέλη του σώματός της.

κάτι πήγε στραβά όταν τη φωτογράφισα.

μες τα λευκά πέλματά της
στους κυρτούς μηρούς
επωάζεται μια ιδέα
για το πώς μπορεί να διασταλεί το χάος.

κάτι σαν ψιφιδωτό
ανάμεσα σε λήθαργο και ηδονή
σε μαύρο φως και αποχαύνωση
κοιτάζει κάπως βλοσυρά
ή μάλλον λάγνα
ή ίσως και να βαριέται κάπως
να παίξει μαζί μου.

δεν μπορώ να προσδιορίσω
τι ακριβώς θέλει από μένα.


το αστείο είναι
πως την έχω δει χιλιάδες φορές αγουροξυπνημένη
με πρησμένα μάτια
την έχω δει να φεύγει
να βογγάει
να τρελαίνεται
να αφρίζει
να ησυχάζει
να τρώει μέχρι να σκάσει
να διαβάζει τις σιωπές των ανθρώπων
να ψάχνει τρόπους να σκοτώσει
να αυνανίζεται με την ιδέα της ολικής της
κατάρρευσης
να καίγεται
να στραβομουτσουνιάζει
να γελάει μέχρι να σπάσουν τα σαγόνια της
και να εκραγεί
να μιλάει.. τόσο πολύ και τόσο δυνατά
και ύστερα να κουράζεται
και να πέφτει πάλι στο μαύρο πέπλο
της μαμάς μοναξιάς,
αποκαμωμένη.

σήμερα αυτή διαμελισμένη μορφή (που
στέκεται πάντα μπροστά μου
και κάπως μου μοιάζει)
μου είπε ένα μικρό μυστικό.
δεν κατάλαβα όλες τις λέξεις που αράδιασε
-ούτε μπορώ να καταλάβω τι την έπιασε-
και μου το είπε σήμερα-
μα ήταν κάτι σαν:
¨"ξέρεις...
μέσα απ' τις κόρες των ματιών
διαστέλλεται το χάος

ή / μέσα απ' τις κόγχες των αόρατων στιγμών
διαστέλλεται το χάος /
ή / μέσα απ' τις κόρες των αόμματων γιορτών /
θέλω να παίξω μαζί σου
πριν το χάραμα,
θέλω να σε γευτώ
θέλω επιτέλους να με αγγίξεις
να με βρεις,
να παγιδέψεις μέσα μου όλες τις
πένθιμες στιγμές ανυπαρξίας σου
και να με κατακτήσεις έτσι όπως είμαι
μονοκόμματη, και τόσο διαμελισμένη
γιατί θα μπορούσα να είμαι εσύ,
αν λίγο με προσέγγιζες, λιγάκι μόνο.
-
κάνε με το πιο κρυφό κι απαίσιό σου δημιούργημα
αυτό που κανέναν δεν θ' αφήσεις ποτέ να κοιτάζει
φύλαμε μέσα στα υπόγεια των παραλογισμών σου
και άσε με να βγαίνω μόνο
όταν τα χάος διαστέλλεται μέσα στα μάτια σου
όταν αιωρείσαι σ' έναν ανάλαφρο βυθό
και σε τσιμπάν μικρά ψαράκια-δολοφόνοι
όταν οι λέξεις δε σου φτάνουν
για να μ' αρνηθείς
κι οι διχασμοί σου σε πολλαπλασιάζουν ανελέητα
και χάνεις το μέτρημα των εαυτών σου
όταν στερεύουν οι απαγχονισμένες σου
ορέξεις ή λαχταράς
την αντρική φαγωμένη σάρκα
όταν ταΐζεις με φωτιά τις νότες των αλόγιστων σπασμών σου
και τις ξεπλένεις πρόχειρα χωρίς καμιά μετάνοια
όταν μανιασμένα τρως κομμάτια απ' το σύμπαν
και οι πραγματικότητες σε καταρρίπτουν,
άφηνέ με να βγαίνω εγώ,
να τα ορίζω όλα απ' την αρχή
και να χαζεύω
με τα γυμνά μου μέλη σαστισμένα και υγρά
το ηλιοβασίλεμα
σ' εκείνον τον απομακρυσμένο βράχο
της πιο ανύπαρκτης ανάμνησής σου."


κι όταν τα είπε αυτά
-ή κάπως έτσι-
ξέφυγε μέσα απ' τα χέρια μου η μορφή αυτή
τα μέλη διασκορπίστηκαν
και παραμορφωτικά με επαναρύθμισαν
ο νους μου να συγχρονιστεί με την απώλεια
το σώμα μου να πάψει ν'΄αλιχτά
και τα στιλπνά, τα διχασμένα μου μάτια
να συνηθίσουν λιγάκι πιο πολύ
τη διεστραμένη φύση των πραγμάτων
και μέσα σ' αυτήν
(πάντα με τη φυγή απ' αυτήν
και τη σφαγή της)
να καταφέρω να υπάρξω πια,
ολόκληρη.


Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

ο χορός της σκιάς


χορεύω στο σκοτάδι κι ύστερα στο φως.
κι οι νεκροί μου σιγά σιγά ανασταίνονται.

love me as i'm gone - θεσσαλονίκη

σαν μια ηχώ στο τούνελ των παραλογισμών μου
που την κινήγησα για λίγο
εξακόσια χιλιόμετρα μακριά απ' το υπόγειό μου
αυτές οι μέρες ήταν σαν ένα ξέσπασμα φιλάσθενων γιορτών
που μέσα μου ξεσπούσαν, άσκοπα
χωρίς να ξεκαθαρίζουν τη θέση τους στις πολικές ακροβασίες του νου μου.

   τα κινέζικα υπόγεια ήρθαν, χωρίς να το ξέρουν
μ' ένα δώρο για τη μνήμη μου
και με μια αναλγητική συμπάθια και καούρες, νύσταζαν.

   οι Γ. που ήταν πολλοί και όλοι από μια μελωδία στα χέρια
η Γ. με λέξεις δικές της
με αγκάλιασαν μ' ένα παράξενα εκκοφαντικό διχασμό
ανάμεσα στην μουσικά εκτεθιμένη κραυγή
και τον αυθορμιτισμό.

βγήκα για λίγο απ' το διάτρητο καβούκι μου
χωρίς να το έχω προσχεδιάσει και χωρίς να ντρέπομαι

οι μέρες με τύλιγαν σιωπηλά
στην αποχαυνωτική απελευθέρωση των συνειρμών

το πείραμα με έδενε με τον κόσμο
μ' ένα τρόπο κάπως ασαφή που όμως
δεν είχα την παραμικρή ανάγκη να ερμηνεύσω.

οι στιγμές, που το βλέμμα φωτογραφικά
διασπόταν σε κάποιο μικρό αντικείμενο
ένα μα(ρ)ξιλάρι, ένα πρόσωπο, ένα γιουκαλίλι.

και όλα αναιρούσαν τη σιωπή μου
και μια παράξενη παρόρμηση μ' έκανε να θέλω να
τραγουδήσω.

χωρίς τίποτα το αλώβητο ή το αποξενωμένο
χωρίς η τελειότητα να με τυραννάει
τραβώντας με υποτονικά απ' το μανίκι
μέχρι να παραδεχτώ
ότι δεν θα την αγγίξω ποτέ
κι εγώ αφέθηκα στο έλεος της ανάγκης μου
για τους ήχους προδίδοντας έτσι την τελειομανία.

ερωτεύτηκα κάθε στιγμή και κάθε πρόσωπο
που εκεί σκόρπισε μέσα μου αυτή την εκδίκηση της μαυρίλας
σαν να ξορκίζαμε συνοπτικά το ανομολόγητο σκοτάδι
ξεφαντώνοντας και αλιχτώντας τελετουργικά
και η παράνοια μεταμορφωνόταν σε μαγνητόφωνο.

   ο Β. τρελάθηκε -για λίγο- με τρόμαξε
σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί με το εφήμερο
με την παροδική απουσία των ανθρώπων
με την φορτική μοναξιά και τα παραστρατημένα νοήματα
μέσα απ' τα λόγια και τις ανάποδες στροφές
του παρελθόντος

ξέρω πως η ζωή θα του αντιγυρίσει
ό,τι ο χρόνος του στέρησε ειρωνικά
γιατί του αξίζουν όλα
μια αγκαλιά για τις πεθαμένες του εκλάμψεις
μια δικαίωση για τις χυδαίες ανατροπές του έρωτα
με όπλο του τις λέξεις και την ομορφιά της ψυχής του
η ζωή του έχει χιούμορ
κι εκείνος δύναμη να της το ανταποδώσει.

(κάποτε θα ξανασυναντηθούμε, 
και θα σπάσουν τα ρολόγια
και θ' αυτοκτονήσουν οι ώρες,
αγάπα τον εαυτό σου
βρες αυτό το δύσβατο όριο ανάμεσα
στην τραγική ειρωνεία και την ειρωνική τραγικότητα
κι εγώ θα υπάρχω ξέχωρα 
και τόσο κοντά)

κάτι με αγάπησε καθώς έφευγα

ίσως εκείνος πιο πολύ και για πάντα
παρ' όλο που η σιωπηλή συμφωνία μας να χαθούμε
ήταν πικρή μα γόνιμη για το μέλλον που μας περιμένει

ίσως η Θεσσαλονίκη
που με διαμόρφωσε ξανά φορώντας μου
το σκήπτρο της ελπίδας

ίσως η ζωή
που με περιμένει στη στροφή του δρόμου
ακροβατώντας στο σταθμό με τα περίστροφα βλέμματα
όταν όλοι με είδαν να κλαίω στην αγκαλιά του
και δεν είπαν τίποτα.

ίσως εγώ
που εγκυμονώ μια παρέλαση απονευρωμένων ιδεών
και φυγόκεντρων απολαύσεων

ο έρωτας για όλα, η καύλα για ζωή.
μέσα μου περπατούν χιλιάδες κόσμοι ανάστροφοι
που θα με πλημμυρίσουν κάποτε, έστω και για μια στιγμούλα.

και πόσες ακόμη στιγμές που δεν αποτυπώθηκαν
μέσα σ' αυτές τις μέρες
πηγάζουν τώρα μέσα μου οι εικόνες τους
χωρίς στ' αλήθεια να χω την ανάγκη να τις γράψω.

ίσως αυτό είναι η ζωή τελικά.


Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Πρωινό Μέθης - Arthur Rimbaud

Αχ, δικό μου καλό! Αχ δική μου ομορφιά!
Φρικαλέα φαμφάρα όπου δεν παραπαίω!
Παραμυθένιο βασανιστήριο!
Ζήτω φωνάζω για την ανόσια πράξη και το κορμί το μαγικό,
για την πρώτη φορά μου!
Μέσα σε γέλια παιδιών είχε αρχίσει και μ' αυτά θα τελειώσει.
Το δηλητήριο αυτό θα μείνει σ' όλες μας τις φλέβες,
ακόμα κι όταν αλλάξει σκοπό η φαμφάρα
κι εμείς βρεθούμε στην παλιά δυσαρμονία.
Αχ, τώρα εμείς τόσο άξιοι γι' αυτά τα μαρτύρια!
με ζήλο ας περιμαζέψουμε την υπεράνθρωπη υπόσχεση
που δόθηκε στο πλασμένο κορμί και την κτιστή ψυχή μας:
εκείνη την υπόσχεση, εκείνη την παραφροσύνη!
Κομψότητα, επιστήμη, βία!
Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στο σκοτάδι
το δέντρο του καλού και του κακού,
να εξορίσουν τους τυράννους της ευπρέπειας,
για να μπορέσει να εκφραστεί ο πιο αγνός έρωτάς μας.
Μες την αηδία είχε αρχίσει και τελειώνει
-μη μπορώντας να μας βγάλει αμέσως απ' αυτή την αιωνιότητα-
τελειώνει μέσα σε αρώματα σκόρπια.
Γέλιο παιδιών, εχεμυθεια σκλάβων, παρθένων αυστηρότητα,
φρικτές μορφές και αντικείμενα του εδώ,
σας ευλογώ για την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας.
Που μες τη βαρβαρότητα είχε αρχίσει,
και που τελειώνει με φωτιά και πάγο.
Μικρό νυστέρι μέθης, αγιασμένο!
Και να σκεφτεί κανείς πως θα μας χάριζες μόνο μια μάσκα.
Υποκλινόμαστε στη μέθοδο!
Δεν ξεχνάμε ότι δόξασε χθες την κάθε μας ηλικία.
Έχουμε πίστη στο δηλητήριο.
Ξέρουμε τώρα πώς να προσφέρουμε καθημερινά όλη μας τη ζωή.
Αυτός είναι ο καιρός των Δολοφόνων.

για την Γιουδήθ (3)

θα σου φτιάξω ένα κόσμο
μικρών δυσαρμονικών ονειρώξεων
με σφιχτά αγκαλιασμένες εικόνες από κομματιασμένα σύμπαντα
τα δικά σου διαμελισμένα τοπία
θα προσεγγίσω
με μια ενδοφλέβια τελετή  παράφορων διωγμών
από το γκρίζο ρουχαλάκι της κραυγής σου.

μέσα απ' τα δάκρυά σου θα τιθασεύσω
ποιήματα που ξέφευγαν απ' τις αφόρητες ώρες σου
και πλάνταζαν μέχρι τώρα σε ξένα στήθη
στη γνώριμη σιωπή σου υπακούοντας
υπνοβατικά με χέρια-στρυχνίνη
και παραμορφωμένες συλλαβές

υπάρχεις στο χείλος της γιορτής του φωτός
σ' ένα αιώνιο παιχνίδι με τις νύχτες
τυφλόμυγες διατάζοντας να σε υπερβούν
φοβίες ανώνυμες σου κλέβουν τον καιρό
και μάσκες σου αλλάζουνε, με βάρδιες.

ο σπόρος του νοσήματος, εκχύλισμα πικρό
μια γεύση από φυγή, κοιτάζεις
σχεδόν δολοφονημένη, η ζωντανή σου εκδοχή
θυμώνει, κι ένα κομμάτι της ξεκόβεται
και τρέχει αλαφιασμένο προς την έξοδο.

σαρκαστικά οι ώρες, αναμένουν
τον κόσμο αυτό, που δείλιαζες να αντικρύσεις
το παρελθόν-πυροτέχνημα εκρήγνυται
μέσα από σένα είδα τη γη να πυρπολείται
στο κατακάθι της ψυχής ξυπνάει μια υπόνοια
εκκοφαντικής διαστολής, χειροβομβίδα

θα σου φτιάξω ένα κόσμο βρυχηθμών
που πάντα υπήρχε
κι όμως η τέφρα της ζωής
καταδίκασε το βλέμμα σου στη σκιά.