Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

η αυτοαναίρεση του καθρέφτη

"και χαιρετώ σας
και φιλώ σας
όντα μικρά χρωματιστά
μες τον καθρέφτη κλειδωμένα"

αναποδογυρίσαν
τα φανόμενα
και βλέπουμε μηχανικά
απ' την αντίθετη

τα μαθηματικά εξιχνιάζουν το μυστήριο

μέσα από εμένα
είδα φλεγόμενους
τους πεινασμένους ανθρώπους
της κοιλιάς μου
στην πίσω όψη
του ανεστραμένου
κοσμικού καθρέφτη

μέσα στη μεγάλη αποχέτευση
παρασυρόμαστε γελώντας
με τραγούδια

πόσο νηφάλια αυτή η αίσθηση κατάπωσης
του ειδώλου των ματιών μου

σίγουρα με προσπέρασαν
οι προηγούμενες υποθετικες μου  κόρες
που γεννήθηκαν από μένα
πριν από μένα
 για να φυτέψουν στο δρόμο μου
παράδοξα ανθοπέταλα.


είμαι -λες-
η οξύμορη εικόνα του ειδώλου μου
που τρέμει πίσω απ' το γυαλί
σφαδάζοντας, για μια ματιά
από εμένα.

τα δάχτυλά μου ζωγραφίζουν
νοητά τον άνθρωπο
που έχει αφήσει την πνοή του
την ανάστροφη
εδώ και αιώνες
στην παλάμη μου

ο χρόνος είναι κάτι το τρομερό
-λες-
και μ' ένα πάταγο
χτυπάς το κρανίο σου

βαριέται λες, ο χρόνος;
κι αν τρελαθεί ποτέ;
κι αρχίσει να γυρίζει πίσω;
και γελάσει;

τότε οι μορφές θ' ανατινάσονται
σαν ξεθωριασμένες γκραβούρες.

και τότε,
αγάπη μου
ποιος θα σε ξεχωρίσει
απ' το βάλτο;

 

δευτερόλεπτο

ο νους
ανθίζει εκθετικά
και πεθαίνει
απ' τη συμπαντική βαρύτητα
μέσα σ' ένα διαστρικό δευτερόλεπτο

αγαπάω την καύλα του τρελού
και την αμηχανία του πεθαμένου

το μυαλό μου σχίζεται
χαιδεύοντας με μανία
την μελανιασμένη ανυπαρξία
και την σαρκοβόρα ύπαρξη


έχω ένα χέρι γεμάτο
απ' τα δικά μου έντομα
αυτά που μόνο εγώ τα βλέπω
και μόνο εγώ μπορώ να τα σκοτώσω
μέσα σ' ένα εγκεφαλικό δευτερόλεπτο.

έργο παράξενων μερμυγκιών

φωτογραφίζομαι από την κλινική μου
με γάζες και άσπρα εσώρουχα
και αιμοβόρες κούκλες βουντου

οι υπόλοιποι ψυχανεμίζονται
τη συντριβη μου και
το βάρος της σάπιας οδοντοστοιχίας μου
και βήχουν πυρετικά
σαν αυξυμένες δόσεις ασπιρίνης

γελάστε σαρκοβόρα πτηνά
με την πόλη που χτίζουν
εκατοντάδες ψυχεδελικά μερμύγκια
πάνω στο χέρι μου

ξέχασα το μονόλογο της υπεροψίας
έχασα τα λόγια απ' το βιτριόλι
και κοιτάζω το πρόωρο δέρμα
που τη λεχώνα κυψέλη του κρανίου
επισκευάζει

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

ΑΠΩΣΗ

σ ένα μπαούλο τιλυγμένος
με κορδέλες
ο τρελά νεκρός
ο ερωτευμένα τρελός
γιος της άγονης σφαίρας
της ανασυγκρότησης
του οργασμού
και του χαμού

η κυρά του
μίλαγε με τα παιδιά
σαν να ήταν λουλούδια
κι απ' το στόμα της
ψέλλιζαν δύο κατσαρίδες

"δες με
πιο απάνθρωπη απ' την σιγή των σπηλαίων
και πιο στεγνή από τους ατέρμονους αφανισμούς
μια αφρική και μια ασία
και μια κοιλάδα με πορφυρές γυναίκες
το πέλαγός μου χύνεται απ' το κιούπι του μυαλού μου
στα πόδια σου
μια ζοφερή ξένη γη με φέρνει δίπλα
στο πηγάδι σου"

λέει πώς κάποτε
θα αναστηλώσουν την ατλαντίδα
κι οι γέροι θα μασάνε τρόφιμα βιολογικά
μες το σκοτάδι της παράφορης πόλης.

εδώ
καμιά υπόνοια σκέψης
δε με συγκρατεί
απ' την άπωση

ΑΥΤΟ ΑΝΩΣΗ


ζύγησα τη σήψη
απ' το τσίρκο της φυγής
ως τη φαγωκυττάρωση
και τη βρήκα
ανύπαρκτα γλυκιά
και τόσο οικεία

μέσα στις κυψέλες
του εγκεφάλου σου
σε παρατήρησα γυμνό
από κάθε οπτική γωνία
και σε βρήκα να τρέμεις
κάπου μεταξύ συρμού
και αποβάθρας

η μέρα λήγει
μ' ένα μακρόσυρτο
"ανάθεμα"

κι όποιος από σας
που με κοιτάζετε έτσι
τώρα, βλοσυρά
σαν ξένο έμβρυο
δεν έχει νιώσει
αυτή την παγωμάρα
της ακινησίας
έστω και για
ένα λεπτό

ας με περιγελάσει.
εγκεφαλικά θα τον στείλω
στο διάολο

(φέρε μου ένα ποτήρι νερό
τα δόντια μου λυσσάνε
φτύνω την ενσάρκωση μου

φέρε μου ένα ποτήρι νερό
να καταπιώ την πέτσα μου
την άνωσή μου)

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

η ψυχιατρική κλινική των ξεχασμένων ήχων μας

πειραματόζωα
σε μια γιορτή διαμελυσμένης ύπαρξης

οι άνοστοι νεκροί με φυγαδεύουν

άναρθρες λέξεις
φτίνω απ' τον πυρήνα της εξάντλησης

ηχορυπαντικό και ενέσεις
για ήχους απορυθμισμένης
νοσηρής μας νιότης

φυγή στο ασύμμετρο θηρίο
της γελοιότητας
της μοναξιάς μας

 παύση σπασμών
θα ενορχιστρώσω την παγκόσμια άρνηση
την τρέλα

τα άρρητα θα ράψω
συνοχή για άστεγους



ως τη διάλυση του σαρκίου

όσο το χάος μέσα του βαθαίνει
προσπαθεί
το πρόσωπο
να μην το ξεθωριάσει.

όταν η σάρκα πάλλεται
εντός κι εκτός της
οι κυτταρικές χορδές
σκληραίνουν

τα δάχτυλα της μήτρας
αποθήκευσαν τη διάσπαση του νου

τα οστά του δίχρωμα
κρατήρες της απώλειας

οι κυλίδες των ματιών τους
ποίηση για ανάπηρα ηφέστεια

"ως τη διάλυση του σαρκίου"
είπε στο αφτί της
"εγώ θα αναγεννιέμαι
μέσα απ' την αστείρευτη
θωλή ενόραση
του πενταγράμμου"



αυτοάνοσο

του χρόνου τ' αποτσίγαρα
μασάω
ηττημένος

μες την πλεκτάνη του φωτός
διασκορπισμένος
βρίζω

το μέλλον, αυτονόητο
κορνάρει

τα πλήκτρα του εγκεφάλου
αποσιωπητικά και επινοημένα
με προσβάλλουν

ωστόσο
τα σχισμένα χέρια μου
μου ράβουν τις αυτοάμυνες

κι ολόκληρος ξαναβαφτίζω
το αυτοάνοσο παιδί
της τρέλας μου
ουρλιάζοντας


(έχω έναν πόνο στα αριστερά του κρανίου
γέννα της γέννας μου:
συγχώρεση
και ηδονικό μου σφάλμα)
πλάι στην τέφρα μας κουρνιάσαμε
σαν ηδονοβλεψίες της κραυγής μας

τα άγρια πέλματά μας διαβρώσαμε
παίζοντας με τα βλοσυρά κουφάρια του μυαλού μας

σίγησε η γλώσσα μας - παράφορη εποχή
απ τη στερνή μας ώρα να αποστάξει

άνευρα ρήματα που διέλυσαν τη γη
και την ασπρόμαυρη φωτιά να μας σπαράξει

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

συμφωνία διάλυσης

αλλάζω δέρμα
αργά
με σχήμα φυγόκεντρο
εκκολάπτοντας
μια σύνθλιψη
των νευρώνων

γεννητικά όργανα
και αρθρώσεις
όλα χυμένα
στα πόδια μου
βρίζουν

αλλάζω δέρμα
τσούζωντας
με μάτια ανάστροφα
χέρια μολυσμένα
νοσηρό περίβλημα

ωστόσο μέσα μου
βρυχάται η διάλυση μου
"ζωντανεύοντας"

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

το μανιφέστο της ανάπηρης ευφυίας μας



μια κυψέλη με αίμα
στις άκρες των δακτύλων
-φυγόκεντρο σπέρμα-
εγκυμονώ το μαύρο δράκο
των ανέραστων φόβων.

η μορφή μου διασπάται
ανάστροφη
.

το τζάμι κόβει το πρόσωπο
απ' τις αρθρώσεις ως το νου
πες
"νιώθω την υπόστασή μου"
"ολόκληρη"
έχεις σταθεί ποτέ σ εκείνη
τη ρωγμή του χωροχρόνου
ν' ακούσεις -λιγο-
την ανάσα σου;

im not one of them
they are one of me.

ενυπάρχω πρόωρα
σε μια φυλακή αφομοιομένης ελπίδας
η δεύτερη φύση μου με ξεπερνά

όσα δε γράφτηκαν
όσα δε ζήσαμε
και για όσα πια
αποκλείστηκαν ως ενδεχόμενα
για όσα χρόνια πέρασαν
αδιάφορα
σκουρόχρωμα
και αλλότρια δεσμευμένα

ζωγραφίζω την μορφή μου
εκεί που θα την ήθελα
και δειλά δειλά
και ντροπαλά, 
την πλησιάζω


δεν ξέρω πόσες λέξεις χάθηκαν
έγκυες κι ανυπόφορες
με λίσσα στα μάτια
μια μέρα θα μ εκδικηθούν
που δεν τους έδωσα
-για λίγο έστω-
το θρόνο ν' απαγκιάσουν
να γελάσουν
να ακουστούν
το χρόνο να εκτιναχθούν

θα με δικάσουν
ύστερα από χρόνια
προβλέποντας τη συντριβή μου
πάνω σε κάποιο
βάθρο με σπασμούς
και στάχυα
φυτρωμένα στις ταράτσες στα πάρκα
μεγαλωμένοι σε παράξενες στοές
γεράσαμε
έχοντας πάντα εκείνη την εφηβική κραυγή
αγωνίας και θλίψης
αηδείας και πτώσης

εναντίον μου στέκω
γυμνός
με φίκια μπλεγμένα στα μαλλιά
στα χέρια
χύνω το μελάνι μου
στο άδειο δωμάτιο
της απαρχαιωμένης πια πυξίδας
μου
την ψόφια κόλαση
μοιράζω στα παιδιά μας
πρόσφορο έδαφος
για τις συμφωνημένες μελωδίες
και τα άσκοπα γράμματα ελπίδας

μαυρίζω το πάτωμα και το ταβάνι
μαυρίζω τους τοίχους
τις πόρτες
με μελάνι
άγριο φως μαύρο φως
με ταραχή κι αστάθεια
δειλά αναδυόμενη φόνισσα
των παιδικών μου φόβων
η μουσική
που χύνω τρέμοντας
χορεύοντας παραπατώντας
το μελάνι
ώσπου να σιχαθώ
το σπέρμα της απάνθρωπης μου
ανάμνησης
μια σπίθα, μες το μεσημέρι
μαύρη  χαραυγή ξημερώνει
θέλω να ζήσω
όπως οι τελευταίες νότες
απ' το τραγούδι των ηττημένων
ποιητών
θέλω να ζήσω
ασθμαίνοντας
ακους;
μάνα της όξινης βροχής
και των υδάτων μάνα
ξύπνα τη μοναχή σου κόρη
την αδάμαστη, την πνιγηρή της σιωπή σπάσε
μάνα των ιαχών και των γιορτών μητέρα
η νιότη μου
ανθίζει και με καίει απόκοσμα
απορροφά τη στασιμότητα
και φτύνει χρόνο
κι όλοι να αναμένουνε την ώρα
της σφαγής του απομεσήμερου
εκείνου του τελευταίου
ώρα θανάτου και γιορτής ξεκίνημα
μες τη ζαλάδα και το ημίφως
εκπνέω
μελανιασμένοι τοίχοι
τα γυμνά μου χέρια
εφάπτονται
κουράζομαι,
νυστάζω,
τρέμω
πυρκαγιά! η έξοδος
η έξοδος το φίλημα του χρόνου
η έξοδος
η αναγέννηση της ματαιότητας
η έξοδος
μια μυστική υπόγεια διάβαση
στην ατελή και πάντοτε φθαρτή μου
κράση
έχοντας πάντα μες τα σπλάχνα
αυτή την αδιόρατη ημιτέλεια
μισή
παράδοξα ακατανόητη
και υπερβατική
πάντοτε αξεπέραστη
ύπαρξη
που διαχωρίζεται απ' το είναι μου
κυκλικά
η αναπηρία μου να συλλάβω
αυτή την έκρηξη
των συνειρμών
της άπωσης
να βάλω τάξη στην αχόρταγή μου
ανάγκη να ξεπεράσω το νου μου
να βρω μια τρύπα να βγω
από μέσα μου
από το μελανιασμένο άδειο δωμάτιο
του μυαλού, της σιωπηλής απάτης
αυταπατόμαι και γνωρίζοντας υποκύπτω
σε κάτι απρόοπτο
αδυνατώ να εννοήσω την κραυγή μου
να επινοήσω τη φωνή μου
να δαμάσω το χωροχρόνο
ή το χορό του χρόνου μες τον κόσμο
οι κινήσεις σπάζουν
και νιώθω ανίκανη να εξηγήσω
τον τρόπο που δράω
που ανταποκρίνομαι
που αρνούμαι
που αυτοανακυρίσσομαι βασίλισσα
των παραλογισμών μου
η αναπηρία αυτή της ευφυίας μου
να συλλάβει τα αδιανόητα, με διαλύει
με υπερβαίνει
ίσως και σκόπιμα
φαντάζομαι το τρομερό αυτό νυστέρι
του αιώνιου ταξιδιού
της αναλώσιμης σκέψης μου
έτσι θα υπάρξω σύντομα
κοντά μου
πάντα με την επίγνωση πως
είναι όλα ψέματα, ψέματα
ακούς;
η διαφορά του υποδύομαι και του ζω
μου διαφεύγει
μέσα απ' τα χέρια φτύνω τον ατμό
τον χείμαρρο της ευκολίας μου
της ευφυίας και της αποστροφής μου
του συνδυασμού της τρέλας και της άπωσης
και πέφτω απαλά σε μια σκοτοδίνη
πρόθυμη να με απαλύνει
να με σφίξει
στην κατάμαυρη αγκαλιά-θηλιά της
μέσα απ' τα χέρια μου -μιας χρήσης
τελευταίας- θα ελευθερώσω
τσούζωντας τα μάτια
και αφόρητα σφαδάζοντας
εκείνες τις μικρές
και χιλιοαγαπημένες
τις πολύτιμες για μένα μονάχα
μαύρες μου πεταλούδες.


σα μαντήλι θα σύρουν τη σιωπή μου
να χαϊδέψει τη γη, το χώμα
τα φρέσκα λουλούδια
κι ευτυχισμένη πια
θα σβήσω.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Διώξε με
  Διώξε με
 απ' τη φωνή μου
διαχώρισε το όραμα
   απ' την υγρή
 φυλακή μου

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Πτώση ή πόσα μέτρα απέχω απ' την παράνοια, μαμά;

το αυτοκίνητό μας, χρώμα πράσινο
πέφτει στους θάμνους.

πέταξα μες τη θάλασσα όλα τα μισοπεθαμένα Εγώ
και τις ακροβασίες στο διαστρικό ουρανό.

με συγχώρεσαν μόνο
οι φύλακες των ανατρεπόμενων στιγμών
και των διχασμένων παρορμήσεων.

είναι όλα τόσο διεστραμμένα γύρω μου
φοβάμαι για το μυαλό μου.

οι παρορμήσεις πολεμούν με κόκκινο
τα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μου όνειρα.

"ή θα αφεθώ και θα πέσω, ή θα προσχεδιάσω την πτώση μου.
είπε ένας φίλος.

με τρόμαξαν αυτά τα πτηνά, πετούσαν ώρα μες το στήθος μου
αραδιάζοντας τη ζωή πετσοκομμένη στο νεκροσέντονό μου.

το έντομο, αναρριχήθηκε μέχρι τη σπλήνα,
οι γιατροί είπαν πως ξόφλησαν τα γεννητικά μου όργανα
και μέσα απ' το γυαλί ουρλιάζω στα φίδια
να ρθουν, να χορέψουν για μένα
μέσα απ' τις φυλωσιές
τον τελευταίο παράλυτο χορό.

μόνο το σώμα μου υπάρχει
ή μόνο το μυαλό.
ποτέ δεν συνυπάρχουν μαζί,
παραλύουν εναλλασσόμενα
φθίνουν προς μια κατεύθυνση
και ύστερα αντίθετα,
σαν να κινούνται δίπολα ανομοιόμορφα
εκτός μου
μέσα απ' τις κλειδώσεις
βρυχάται, η αναπηρία μας.

ψυχοφθόρο που υπάρχω έτσι.
μικρούλα κι εύθραυστη, σπάζω σε χίλια κομμάτια
και μια ζωή με μαζεύω απ' τα πατώματα
προσπαθώντας να με ξαναχτίσω
μα πάντα βγαίνει κάπως θολό το ομοίωμά μου
στον καθρέφτη κοιτάζεται και σπάζει ξανά
ασθμαίνοντας λέξεις όπως "πόσο"
"μάταιο" "είναι"
"να με χτίζεις"
"ξανά..." 
"αφου όλο πέφτω."

είναι όμορφα από εδώ.
είναι ψηλά! και βλέπω τα σύμπαντα να τρέχουν
αβαρή κι ασήκωτα
και τους μικρούλικους ανθρώπους
να παραληρούν μέσα στην έκσταση και στον πόθο
παραμορφωμένοι απ' το χρόνο
και εφήμεροι, χωρίς ιδέες ή νοήματα σαθρά
υπόγειοι άνθρωποι, κάτω απ' το χώμα
χαράζουν κύκλους
κι άλλους κύκλους
συνεχόμενα και ασταμάτητα
και πένθιμα ζώα τους τρίβουν τη μούρη
κι εκείνες οι κοπέλες
οι πανέμορφες, με τα στιλπνά μάτια
χαρακώνονται χαράζοντας τρύπες στη γη
να βρουν το δηλητήριο
πού το κρύψαν οι αόμματοι νεκροί;
μέσα στις λάσπες παλεύουν
και τα όμορφα μαλλιά τους μπλέκονται
κι οι σάρκες τους κολλάνε
και υγραίνουν
και λιώνουν όλες μαζί πυρετωδώς
αναστενάζουν τα υγρά τους χείλη
παρατεταμένες σιωπές
και πρόσωπα σβησμένα με ανάσες
βουτούν στο δηλητήριο
κοχλάζει ατόφιο, να το βρήκαν
και το τρώνε,
μέσα τους στάζει, στις ψυχές
γεμίζει ο ουρανός δρυοκολάπτες
και τρυπάει τ' αστέρια με βελόνες αιχμηρές
κι η πορφυρή μου μάσκα βρέθηκε κάπου
ανάμεσα στα συρματοπλέγματα
τσουρουφλισμένη, διάτρητη
μα αφόρετη
ούτε που πρόφτασα να την κρατήσω
στα χέρια μου
σπάσαν τα νερά
του εγκλεισμού μου
και ξεγέννησα το πιο απαίσιο κτήνος
ξεμέθυστη, νηφάλια
μέσα στον πυρετό της ύπνωσης
και στα ανομολόγητα αστεία μας
το κτήνος επέζησε
για μερικά λεπτά, εκείνα τα τελευταία
τα εφιαλτικά δευτερόλεπτα
που κυλούσαν πιο αργά κι από αιώνες
εγώ σφουγγίζω τα μάτια μου
τα καθαρίζω απ' τις τσίμπλες
και προσπαθώ να τα ανοίξω με χαμομήλι
και βαμβάκι
η θλιβερή εικόνα του Ιησού
μέσα από τριπλό ή τετραπλό τζάμι
αντικατοπτρίζεται
φοράει ρούχα γυναικεία
και τα ήρεμα μάτια του κοινωνούν
τώρα και για πάντα
καταδικάζουν την ανυπαρξία
και ελέγχουν με απόλυτη σοβαρότητα
τις κινήσεις των χεριών
και τα βλέφαρα χαμηλώνουν
και χαμηλώνουν
και η εκκλησία λίγο πριν κατεδαφιστεί
μαζί με όλους τους απίστους
και τους ένορκους
κοιτάζομαι για μια στιγμή στο τζάμι
το κρυστάλλινο
εκείνο το σπασμένο
του δωματίου μου το θεριό κοιτάζω
και βλέπω μέσα στο βαθυκύανο βλέμμα του
την γνήσια ανυπαρξία
την πραγματική αστάθεια
τον αληθινό Θάνατο ντυμένο στα χρώματα
μιας γης που φλέγεται
και πυρπολείται μέσα μου
η φλεγμονώδης σάρκα του
το πτώμα της σαρκάζει μέσα μου
γελάει με τα κλειστά μου βλέφαρα
αδειάζει τα αποτσίγαρα
γδύνει το σώμα μου
και δείχνει σε όλο το βουβό
πεθαμένο ακροατήριο
της πληγές στο στέρνο, στα χέρια
στο στήθος, στα γεννητικά μου όργανα
και τις πιέζει επιδεικτικά μπροστά τους
μέχρι να χύσουν αίμα
και να στάξουν ύδωρ μυστικό
ερμαφρόδιτο
κι ο Θάνατος ντυμένος στα λευκά
σαν νύφη λιθιβολεί την αντρική μου υπερηφάνεια
με μια κουκίδα στο μέτωπό του
ανεξιχνίαστη
με αργές κινήσεις μου προσφέρει το λευκό κρασί
ταπεινωμένη με το αίμα να κυλάει απ' τη μήτρα μου
γίνομαι σιγά σιγά κάτι άλλο κι όχι άνθρωπος,
εγώ, σιγά σιγά πίνω το λευκό υγρό με μάτια
σχεδόν δολοφονημένα
γαλήνια και αργά χωρίς βαρύτητα
πέφτω στο κρύο πάτωμα
ξαπλώνω πάνω στα σπασμένα γυαλιά
για πρώτη φορά δεν ζω δοκιμαστικά
αλλά είναι εκείνη η στιγμή
που δεν θα υπάρξει όμοιά της ποτέ
είναι εκείνη η ιερή και πένθιμη στιγμή
που τίποτα δεν θα αντηχεί στ' αυτιά μου
ικετεύοντας για μια επαναληπτική παρτίδα
χαμογελάω, με το πιο καθαρό βλέμμα
και μια σιωπή θεόρατη με σκεπάζει
λευκή σαν σεντόνι
χωρίς κανένα θόρυβο
πολύ σιγά
τελετουργικά και
σχεδόν αναμάρτητα.

ξόρκισα τη θλίψη με μια πτώση
εξάλειψα την πιθανότητα αυτή εδώ η ζωή
να είναι πια δικιά μου
τώρα μόνο άλλα μάτια θα πάρουν τη θέση μου
κι απ' την αρχή θα ορίσω το χρόνο και τον πόνο
με μια ελαφράδα σαν πυροτέχνημα
σαν έκρηξη με απαλούς αστραγάλους
με τις ιδιόρρυθμα κατεβασμένες κουρτίνες
να μην με βλέπουν κι όμως να τους βλέπω
απ' την ρωγμή αυτή του βράχου
που άφησα για παν ενδεχόμενο.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

ερευνώντας τα πιθανά και τ' ανεκπλήρωτα

το μνησίκακο άγαλμα

το μνησίκακο άγαλμα
στεκόταν πάντα ακριβώς εκεί
ούτε πιο δεξιά ούτε πιο αριστερά

κοίταζε τους περαστικούς
μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό

ήξερε τι πρόκειται να συμβεί
όμως δεν είχε μιλιά να το πει

 ο φαγωμένος θρίαμβος
των κουρασμένων ματιών μου
εξερράγη κάπου χωρίς συγκεκριμένες μορφές
κάπου που οι διακλαδωμένες πιθανότητες χορεύουν
με τα γεγονότα.

η μνήμη συγκαρτάει το σώμα μου 
λίγο πιο ζωντανό απ' όσο θα πρεπε
λίγο πιο νεκρό απ' ότι ήταν προγραμματισμένο.

όσα συνέβησαν, δεν ήταν παρά ένα υπόλειμμα
μετενσαρκωμένης πιθανότητας
που κάποιος τρελός δορυφόρος 
επέλεξε για μας
έχωσε τη μεγάλη χούφτα του
στο κέντρο της γης, η τυχαιότητα 
επέλεξε για μας
με τα μαγικά της χέρια
την ακατανόητη μορφή μας
-τόσο ασαφή και τόσο συγκεκριμένη-
και ίσως παγιωμένα ανεκπλήρωτη.

ελαστικές υπάρξεις
πλαστικές ψυχές

περιμένωντας ν' ανατραπούν
οι εφήμερες φωνές μας

το σπερματοζωάριο
αυτό το θλιβερό μικρόσωμα της κίνησης
που έφτασα να μαι εγώ
αθόρυβα και μόνιμα
ή περίπου μόνιμα.

οι σκιές των ανθρώπων
καλύπτουν σίγουρα κάτι άλλο, πιο σκοτεινό
η γκρίζα όψη ξεγελάει τα μάτια τους τα πολύχρωμα.

δεν επέλεξα τη σύνθλιψή μου.
τον εγκυμονούντα εαυτό και τις ανατριχίλες
τις αστάθειες του κορμιού μου και τις ασύμβατες λέξεις.
συνίσταμαι απ' όλα αυτά και όσο γίνεται τ' αφήνω να εκρήγνηνται
διάφανα μες τον κόσμο των μικρών ανεστραμένων στιγμών μου
σαν πολύτιμα ζωγραφισμένα χεράκια
συντονισμένα στην απόθηση και την αναβολή

οι κορυφώσεις και οι ανατροπές συνίθισαν να είναι
κάπως, μέρος του γονιμοποιήσημου ζώου
που με διανέμει πιο ξάστερα, σχεδών ικετευτικά
σε κάποιο άλλο μέρος
σίγουρα πολύ μακριά από εδώ.

θα φτιάξω ένα μικρό χαοτικό σύμπλεγμα
από μελωδίες δικές μου μπλεγμένες
που θα ξεδιαλύνουν κάποτε μονάχα
οι νότες της τελευταίας μου 
αναρίχησης στην πιο εξώφθαλμη πραγματικότητα.

οι ευνουχισμένες στιγμές μου
θα θυσιάσουν ένα μέρος τους 
στο πληθωρικό βασίλειο των περιπτίξεων
των εκδοχών του βασανισμένου κορμιού μου

και οι υπόλοιπες θα βγάλουν στόματα πελώρια
και θα πετσοκόψουν λίγο λίγο
τη μνήμη μου.

όλα τα υπόλοιπα
θα 'ναι σκόνη 
πίσω απ' το παραβάν θα παρατηρούν
-μόνο θα παρατηρούν-
αυτή την τελευταία διαστροφική συνάντηση
με τις άλλες εκδοχές του εαυτού μου
που ίσως και να είχαν κάποτε τραγουδήσει
τη μελωδία της αποσύνθεσής μου
ανάμεσα στα στήθια μου, 
μα το μισοφαγωμένο αυτί μου
τις αγνόησε παράφωνα.

εκείνες που θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει παράλληλα
αν το μνησίκακο άγαλμα 
το πυρετικά ανυσπόστατο
και ξένο έστρεφε λίγο 
τους καρπούς του προς το φως.