ένα απρόοπτο μηδενικό που δεν προβλεπόταν να είναι, όταν εγώ απουσίαζα από την απόφαση της δημιουργίας μου, απόπειρα σύγκλισης στις σκέψεις που μάχονται, εγκυμονώ μια διαταραχή που ξερνάει, η σκέψη μου τρέχει πιο βασανιστικά απ το χάρτη μου, προσπαθόντας να λύσω το γρίφο μου, να αντιταχθώ στον κανόνα μου, τι θα μπορούσε να έχει η παράνοια που να την κάνει γοητευτική, η προσπάθεια να αποτυπώσεις την τρέλα στο χαρτί απετεί μουσική, μια μέρα ξεκοιλιάστηκε το είναι μου για να συνεχιστεί η ζωή, σέρνονται μέσα μου ερπετά και καταλήγουν αετοί, τα στέλνω πίσω στη μάνα τους να προαναγείλουν τη συντριβή μου, κάτι που πάλευα μέσα μου να ξεγράψω όταν όλοι μετρούσαν αντίστορφα, ίσως η λύση ήταν τα περίστροφα, κι όταν προσπαθώ να δείχνω φυσιολογική αναιρώ με ακρίβεια το ψέμα που μουλιάζει στα σκέλια μου, η λειτουργία του εγκεφάλου μου προορίζεται σκόπιμα και βέβαια στη συντριβή, τι γοητευτικό θα μπορούσε να έχει η παράνοια, όταν κανείς δεν μπορεί να ακούσει τις σκέψεις σου, θέλησα να μου αντιταχθώ, μα υπάκουσα με ρίγος στη συνέχιση του είδους, προσπαθώ να βρω το λεπτό σημείο πέρα απ' το οποίο υποκρίνομαι στον εαυτό μου χωρίς να το νιώθω και το δευτερόλεπτο που το συνειδητοποιώ, ψάχνω το λόγο αυτής της υποκρισίας, όταν όλα φαίνονται βάναυσα, με υποτάσουν βάναυσα σε μια αλήθεια που τους συμφέρει, πώς μπορείς να το παρατραβάς υποκρινόμενος κι αυτό να σου δίνει την ελπίδα πως όλα θα μεταμορφοθούν σε τέχνη, χα, μάλλον κάτι το τεχνιτό που εκείνη την ώρα επινόησες για να αισθανθείς πως κάπου καταλήγει όλο αυτό, που μάταια προσπαθείς να μετατρέψεις σε σκόπιμο, μάλλον κάποιον προσπαθώ να ξεγελάσω ότι κάτι φτιάχνω, ο εγωισμός μου να σας πείσω ότι εγώ ορίζω τη ζωή μου κι ότι όλα αυτά τα ασυνάρτητα θα καταλήξουν κάποια στιγμή κάπου, υποκρισία στην υποκρισία, και κάπου εκεί μέσα το εγώ μου ψυχομαχεί να ξεφύγει, η αηδία προέρχεται απ' τον εφησυχασμό, για να το λέει ο νους μου αυτή τη στιγμή κάτι θα ξέρει, εγώ απλώς υπακούω στις εντολές που μου δίνει μέσα απ' το βούρκο των συναντήσεων, οι σκέψεις μου συναντιούνται και απομακρύνονται σε λάθος λεωφόρους, ένα λεπτό πριν με αντικρύσω μου λέω πάντα αντίο και υπεκφεύγω, δειλιάζω στην ιδέα να μ ανατρέψω γι αυτο με συντηρώ με σωληνάκια καταδικάζοντάς με στην απόρριψη απ' τον ίδιο μου τον εαυτό, κανείς δεν μπορεί να με αποδεχτεί γιατί κανείς δεν με ξέρει στ' αλήθεια, σας δείχνω μόνο ένα κομμάτι του περιτυλίγματός μου που θέλω να δείτε, ή που θέλω να λέω ότι το θέλω, γιατί είπαμε υποκρίνομαι συνειδητά πλέον ότι με ξέχασα, με ξέχασα, χάθηκα κάπου στις παρομοιώσεις, εκεί που λέγαμε το στίχο, πως τον έλεγαν; εκεί που όλοι ήταν ζευγάρια και βούρκωναν στους αποχωρισμούς, εκεί που κάθε κείμενο τελείωνε δραματικά ή με κάποιο δυναμικό μήνυμα, εκεί που το κείμενο τέλειωνε προσπαθώντας να πει κάτι, όχι, εγώ δεν θα καταλήξω πουθενά σταμάτα να διαβάζεις, σταμάτα να γράφεις, κανείς δεν πρόκειται να μυηθεί στο ψέμα που φτιάχνεις, κανείς δεν πρόκειται ποτέ να ερωτευτεί την παράνοια σου, σταμάτα να αναπνέεις βούλωσέ το, απαγχώνισε την κάθε αρτηρία του εγκεφάλου σου πιέζοντας τον μανδύα των ανυπέρβλητων προσωπείων σου, κάπου εκεί ανάμεσα σπαρταρούσες και αφόρητα έσκαγες, κάπου εκεί ανάμεσα πέθανες μωρό μου, εκκολάπτεις μια βασίλισσα! μα πως μπορεί να μην το βλέπεις κάντους να σε σιχαθούν, οι εικόνες ξεπροβάλλουν τώρα καρεδάκια, η μνήμη λοξοδρομεί στη θεωρεία, ψάχνει στιγμές, στιγμές, ο προγραμματισμένος εγκέφαλος σου ψάχνει στιγμές αληθινές, το πρόγραμμα τρέχει και δεν βρίσκει τίποτα προσπερνάει, καρεδάκια, φλιασιές απ' όταν ήσουν έμβρυο, που να ξερες τότε πως στα είκοσί σου θα βουρκώνεις κοιτάζοντας τη μνήμη να θυλάζει στιγμές ανύπαρκτες, οι μέρες γίνονται χώρος, αποκτούν υπόσταση και με κλείνουν, με κλείνουν, τα χέρια μου σπάνε απ' την συμπίεση, τη συμπίεση, θα μπορούσε σε κάποιο σύμπαν η παράνοια να είναι γοητευτική και ο έρωτας ένα τεράστιο σφάλμα, ναι είναι πικρό να νιώθεις ανύπαρκτος κι ότι οι άλλοι σε προσπερνάνε, αλλά εγώ το έχω ξεπεράσει αυτό το στάδιο, δεν περιμένω τίποτα γιατί γνωρίζω τι καθάρματα είστε, κι όταν όλα τα περιμένεις, ξέροντας απ΄την αρχή το τίμημα, όταν έχεις ζήσει μέσα απ' το γυαλί, εκείνο το παραμορφοτικό και όλα από πίσω ζουν, κι εσύ τα παρατηρείς, τότε φαίνονται όλα τόσο καταραμένα προβλέψιμα, και προγραμματισμένα, τότε σιχαίνεσαι να δράσεις γιατί γνωρίζεις την κατάληξη, τότε η ασχήμια γίνεται μάνα σου, και ξέρεις πως δεν θα έχεις να πεις καμία ιστορία σαν πεθάνεις, πως οι ζωές ήταν των άλλων, οι αγάπες, οι κραυγές, οι στιγμές το χάραμα και τα ψυχολογικά, όλα ανήκαν στους άλλους, στη μάνα ζωή, και ύστερα χλωμιάζω, είμαι χλωμός, γίνομαι κάτι παράταιρο, ξένο, οι λέξεις μ εγκαταλείπουν, τα πρόσωπα σβήνουν, κι όμως εκείνη την αφόρητη στιγμή καμιά ποίηση δεν χωράει στους τοίχους που με κλείναν, και θέλω να το φωνάξω αυτό, να το φωνάξω μ' όλη την ένταση της λαλιάς μου, μ' όση ένταση μου χει απομείνει ΚΑΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΧΩΡΑΕΙ ΕΔΩ, όταν το τοπίο χαράζει, το μυαλό χαραμίζεται και τσουρουφλίζεται και τίποτα δεν είναι πια γοητευτικό, και όλα καταλήγουν σάπια να με σαμποτάρουν, το γυαλί δεν θριμματίζεται οι εικόνες χάνονται όλο και περισσότερο γίνονται θωλές, πιο θωλές και ίσα που αχνοφαίνονται, και δεν θέλω να με λυπάστε, ξέρω πως εγώ σας λυπάμαι πρώτος, κι ύστερα πάλι γίνομαι κάποιος άλλος, γιατί δεν θέλω να σταματήσω να γράφω σε κάποιο σημείο που θα έχει κορυφωθεί κάποιο νόημα, όχι, μάχομαι με το υποσυνείδητό μου, κουράζω το μυαλό μου τώρα, μόνο και μόνο για να σας αποδείξω ότι δεν με νικήσατε, όχι, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα μιλήσω ποτέ για εκείνο το βράδυ που όλα κατασπαράχτηκαν μέσα μου, όχι, δεν θα μάθετε ποτέ, για εκείνο το απαίσιο, το θλιβερό το σιχαμένο βράδυ, δεν θα σας χαρίσω ποτέ τις παράξενες νότες μου, σκιαγραφούν μια μελωδία που μόνο εγώ έχω μες το κεφάλι μου και δεν θα τη χαρίσω σε κανέναν σας, και καμία ποίηση δεν χωράει εδώ, θέλω να το ουρλιάξω ώσπου να σπάσει ο λαιμός μου και να πέσει το σώμα μου κούφιο στο έδαφος, όχι δεν θα το τελειώσω, τελειώσαν τα ψέματα και οι ωραιοποιήσεις, και τα ίδια και τα ίδια που κάθε μέρα με κάνατε να πιστεύω ότι μου έφταιγαν, όχι, αφού κανείς δεν νοιάζεται στ' αλήθεια, και για ποια αλήθεια μιλάω, όσα έχω γράψει είναι ψέματα και αναζήτηση προσοχής, τίποτα που να θυμίζει εμένα, θα πεθάνω και δεν θα με καταλάβαιτε ποτέ, το έχω αποδεχτεί και καλά θα κάνετε, δεν με αφορά, αφού όλοι αναμασάτε τα ίδια και τα ίδια σαν να γράφετε έκθεση, προσπαθείτε να κολλήσετε τα κλισέ σας παντού, σας σιχάθηκε η ψυχή μου, εκκολάπτετε την αβασιμότητα, και το μεγαλείο σας φτάνει μέχρι εκεί που μπορείτε να φτύσετε, η παράσταση τελειώνει κι όλοι φεύγουν ευτυχισμένοι, σας κάνουν να πιστεύετε ότι φύγατε ένα τόνο σοφότεροι και αύριο όλα συνεχίζονται ομαλά και μια μέρα πεθαίνετε ομαλά, και γι αυτό σας λυπάμαι, και με λυπάμαι που δεν μπορώ να ανασάνω εδώ ασφυκτυώ.
ΥΓ
το είναι μου τρώει φλασιές δεν μπορώ να σταματήσω, τρέμω
κι η σκέψη μου κάνει χιλιόμετρα
πριν περπατούσα και έχανα σκέψεις, είναι ακόμα τόσα, και τόσα, και με μισείτε το ξέρω.
κι αν το σύμπαν συμφωνεί να εναρμονίζεται η ψυχή μου με τον κόσμο, μια φορά το χρόνο
δε μου αρκεί για να μην λυποτακτήσω