Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

διαδρομές

κοίτα μαμά
πώς φεύγουν τ' ανεμόπλοια
φεύγουν και μ αφήνουν μόνη πίσω
πάντα μόνη
με τις ιστορίες μου
που δεν ενδιαφέρουν κανέναν
με τα λάθη μου
που δεν ενδιαφέρουν κανέναν
με τον κανέναν μου
έναν άντρα ψηλό που ξέρει να γελά δυνατά
και να μ αγκαλιάζει όπως του έδειξαν τα όνειρα
με μια γεύση στο στόμα που τη νιώθω χωρίς να του γλείφω τη γλώσσα
που ποτέ δεν μπόρεσα να περιγράψω

κοίτα μαμά
πώς φεύγουν οι λέξεις
είναι όλες τους όμορφες, πιο όμορφες από μένα
φτιάχτηκαν για να με θυμώνουν
να γελούν μαζί μου
κάτι ηλίθιες νότες παίζουν στο κεφάλι μου
κάθε μέρα την ίδια μελωδία
μια μελωδία που δεν γράφτηκε ποτέ
με σιχαμένες συγχοδρίες, σε κλίμακες αηδιαστικές
άρυθμα παίζουν κάθε νύχτα στο κεφάλι μου
και δεν μ αφήνουν να ζήσω το ζηλευτό θάνατο
που κάθε φορά με παρατάει στην άκρη του γκρεμού
δίχως να με ρίχνει, μόνο να στέκω εκεί μ' αρέσει
μ' αρέσει που ο ορίζοντας είναι μαύρος και απέραντος
κι όταν περπατά μέσα μου, η γλώσσα μου αχρηστεύεται
και μπορώ μόνο να το νιώθω να με τρυπά απαλά.

κοίτα μαμά
πώς φεύγουν οι άνθρωποι
οι άνθρωποι με τα πελώρια χέρια και πόδια, αυτοί που σιωπηλά
προχωρούσαν μπροστά μου, και μ' άφηναν πίσω τους
αυτοί που μίσησα πιο πολύ κι απ' τον άνεμο
που μ' έσπρωχνε ηδονικά στο βάλτο
που χόρευε μαζί μου σαρκαστικά στο πιο ηλίθιο αστείο
που δεν μπόρεσα να δημιουργήσω
που πάντα πλάνταζε μέσα μου δίχως κανείς να το αγγίζει
έστω με τ' ακροδάκτυλα
που ήταν πάντα δικό μου, που παθολογικά τ' αγάπησα
που του 'δειξα στοργή, εγώ τώρα
το βλέπω μπροστά μου να τους ακολουθεί
όλους εκείνους που δεν έβγαζαν άχνα
μαμά κάνε τους να γυρίσουν, έστω μια ματιά να του ρίξουν
δεν θα χω άλλη μιλιά τώρα για τίποτα, θέλω να απομείνω έτσι
στεγνή κι απρόσωπη, χωρίς φωνή, χωρίς ελπίδα
θέλω ν' απομείνω απόκοσμη, σαν θάνατος εγώ η ίδια πια
να κλείσω τις κουρτίνες και να πω ευγενικά
σε όλους
τις τελευταίες μου λέξεις.

κοίτα μαμά
πώς φεύγουν οι μέρες
όλες αυτές οι μέρες που μου χαρίστηκαν
τόσο απλόχερα, εγώ με τα ίδια χέρια τις τελειώνω
με τα ίδια μάτια τις βλέπω τώρα όλες μπροστά μου
ελάχιστες μικρούλες μέρες φυλακές για αγρίμια
και πάλι αυτό που με τυραννάει, το βασανάκι μου
πώς μου τρυπάει το δέρμα, το σκάβει ηδονικά, να το βλέπουν
όλοι όσοι μ αγγίζουν, να με κάνει Θεό, χωρίς να το ξέρω
εγώ πώς αλλάζω, πώς αλλάζουν εκείνοι που κάποτε μου θύμισαν εμένα
μου θύμισαν εκείνο τον παράξενο θάνατο πως χάθηκαν μέσα στα ποιήματα
τόσο άδοξα, πως σκοντάφταν μέσα στις τελίτσε μου, στα κόματα,
σκοτώθηκαν χωρίς να το ξέρω, όπως όλα άλλαξαν
γιατί θα έπρεπε να φύγει κι ο κανένας μου
εκείνος δεν μπορούσε να φύγει, ήταν δεμένος με μάγια με φιλήματα
που ποτέ δεν του χάρησα, που τον έδεσα με σχοινιά και
με σκότωνα. Τώρα μόνο ν' αγαπώ, μόνο. Μόνο ν αγαπώ
το χάος, τα χαμοπούλια. τ ανεμόπλοια, τη θάλασσα μέσα μου
τις φουρτούνες γύρω μου, τους λύκους και αυτούς που μ' έκαναν να κλάψω.
να πονέσω. μακάρι να μην είχα λαλιά. Να μην μπορούσα να μιλήσω για τίποτα.
όλα μοιάζουν φτηνά όταν τα λες. όλα μοιάζουν φτηνά μα δεν είναι.

κοίτα μαμά
πώς φεύγουν τ' ανεμόπλοια
πώς φεύγει η ψυχή μου μέσα απ' αυτό το βούρκο.
πώς φτάνει στη θάλασσα πώς ξεφεύγει απ' τα δάση.
διαδρομές που δεν έγιναν, σε μέρη άβατα, εκεί που δεν μπόρεσα να ορίσω
τον τόπο ακριβώς, το χρόνο να υποθέσω, ξεφεύγει απ' τα δάση, φτάνει στην άγνωστη γη
εκεί που πρωτουπήρξα, κάτι από μένα που δεν υπάρχει πια.
εγώ είμαι εκεί. εγώ φεύγω. για πρώτη φορά και για πάντα, φεύγω πρώτη εγώ. 

1 σχόλιο:

  1. ΑΚΟΥ την αρχαία ιστορία μιας κοπέλας που πέτρωσε σ' ένα βράχο στον Ρήνο http://www.youtube.com/watch?v=e0_PtHwbCiY

    ΑπάντησηΔιαγραφή