δεν ήθελε να καταλάβει
δηλαδη; δηλαδη;
επαναλάμβανε σαν ηλίθιος τις ίδιες λέξεις
δηλαδή;θα φύγουμε τόσο νωρίς;
πότε θα φύγουμε;
τωρα;
αυριο;
δεν ήθελε καν να κοιτάξει
ευθεία μπροστά
κι όλες αυτές οι παύσεις
οι παύσεις προπάντων
με πέθαιναν.
με περίμενε, πάντα εκεί.
στο ίδιο μέρος
με την ίδια μελωδία ραμμένη
στο κορμί, την ίδια ανάμνηση
με τον ίδιο διαλυμένο θρίαμβο στα μάτια
προσμονή
μέχρι να του δώσω εγώ το όνειρο πίσω
κοίταγε τα παπούτσια του
αγάπαγε τα παπούτσια του
του άρεσε πολύ να κοιτάζει
συνεχώς
τα παπούτσια του.
όταν ούρλιαζε εγώ
ήθελα να μετράω ζωές
να ρίχνω σαΐτες στ' αστέρια
ή να κάνω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι
με καλό ποτό
με καλό ποτό και καλή μουσική
και να μην φτάνω
ποτέ να μην φτάνω, μα να 'μαι ακόμα δεκαοκτω
κοιτάζοντας ένα ρολόι
να λέω η ζωή είναι γαμάτη
αγαπώ τη ζωή, μην πιστέψετε τίποτ' άλλο απο μένα
και να παίρνω αυτό το σατανικό χαμόγελο
που με κάνει ανίκητη
και γκρίζα.
κούρνιασε πλάι μου
έγειρε, ξάπλωσε
μου είπε, πόσο όμορφο είναι το φωτιστικό απέναντι
το ανοιχτό παράθυρο, οι γρύλοι, η ησυχία, τ' αστέρια
γιατί μου λέει κλαίμε;
γιατί να κλαίμε Δέσποινά μου άδικα κλαίμε!
μ' ένα χαμόγελο μου μίλαγε, και μάτια ζωηρά
τρεμάμενα,
μου είπε πόσο όμορφη είμαι γω
πόσο θαμπή σαν φωτογραφία
σαν κάτι που δεν θα ξεχάσει
δηλαδή;
δηλαδή θα φύγουμε τόσο νωρίς;
γιατί να φύγουμε τόσο νωρίς;
σαν θεατρίνοι προσπερνάμε, φεύγουμε
δεν δίνουμε δεκάρα και ξεχνάμε, αδιαφορούμε, δεν αγαπάμε
εκεί που όλα έχουν τελειώσει λες: δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν
και μετά μ' αγαπάς πάλι, και τους ξεγελάμε όλους
και τους ξεγελάσαμε όλους, κάνει σαν παιδί πάλι
συνεχίζει
και φεύγουμε, χανόμαστε, και λες δεν γίνεται αυτό
και μετά με βρίσκεις ξανά
κάνει μια παύση
με βρίσκεις ξανά
κι είναι όμορφο αυτό.
αυτό είναι ομορφιά.
σε ζω, με ζεις, κι ανήκουμε πάλι στο σύμπαν.
δηλαδη; δηλαδη;
επαναλάμβανε σαν ηλίθιος τις ίδιες λέξεις
δηλαδή;θα φύγουμε τόσο νωρίς;
πότε θα φύγουμε;
τωρα;
αυριο;
δεν ήθελε καν να κοιτάξει
ευθεία μπροστά
κι όλες αυτές οι παύσεις
οι παύσεις προπάντων
με πέθαιναν.
με περίμενε, πάντα εκεί.
στο ίδιο μέρος
με την ίδια μελωδία ραμμένη
στο κορμί, την ίδια ανάμνηση
με τον ίδιο διαλυμένο θρίαμβο στα μάτια
προσμονή
μέχρι να του δώσω εγώ το όνειρο πίσω
κοίταγε τα παπούτσια του
αγάπαγε τα παπούτσια του
του άρεσε πολύ να κοιτάζει
συνεχώς
τα παπούτσια του.
όταν ούρλιαζε εγώ
ήθελα να μετράω ζωές
να ρίχνω σαΐτες στ' αστέρια
ή να κάνω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι
με καλό ποτό
με καλό ποτό και καλή μουσική
και να μην φτάνω
ποτέ να μην φτάνω, μα να 'μαι ακόμα δεκαοκτω
κοιτάζοντας ένα ρολόι
να λέω η ζωή είναι γαμάτη
αγαπώ τη ζωή, μην πιστέψετε τίποτ' άλλο απο μένα
και να παίρνω αυτό το σατανικό χαμόγελο
που με κάνει ανίκητη
και γκρίζα.
κούρνιασε πλάι μου
έγειρε, ξάπλωσε
μου είπε, πόσο όμορφο είναι το φωτιστικό απέναντι
το ανοιχτό παράθυρο, οι γρύλοι, η ησυχία, τ' αστέρια
γιατί μου λέει κλαίμε;
γιατί να κλαίμε Δέσποινά μου άδικα κλαίμε!
μ' ένα χαμόγελο μου μίλαγε, και μάτια ζωηρά
τρεμάμενα,
μου είπε πόσο όμορφη είμαι γω
πόσο θαμπή σαν φωτογραφία
σαν κάτι που δεν θα ξεχάσει
δηλαδή;
δηλαδή θα φύγουμε τόσο νωρίς;
γιατί να φύγουμε τόσο νωρίς;
σαν θεατρίνοι προσπερνάμε, φεύγουμε
δεν δίνουμε δεκάρα και ξεχνάμε, αδιαφορούμε, δεν αγαπάμε
εκεί που όλα έχουν τελειώσει λες: δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν
και μετά μ' αγαπάς πάλι, και τους ξεγελάμε όλους
και τους ξεγελάσαμε όλους, κάνει σαν παιδί πάλι
συνεχίζει
και φεύγουμε, χανόμαστε, και λες δεν γίνεται αυτό
και μετά με βρίσκεις ξανά
κάνει μια παύση
με βρίσκεις ξανά
κι είναι όμορφο αυτό.
αυτό είναι ομορφιά.
σε ζω, με ζεις, κι ανήκουμε πάλι στο σύμπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου