Η εικόνα ξεπροβάλλει στιγμιαία και χάνεται.
Σε ουράνιους εμφανίζεται κήπους
ανάποδος φωταγωγός.
Τα μουσικά τοπία, οι ακατανόητες πτυχές
εκπομπές του βελούδου∙
μια ντουφεκιά από την κάνη της γαλήνης
σκορπίζει φτερά.
Ανάσκελα, δίπλα σε μερμηγκοφωλιές
μπολιάζοντας το σύννεφο με ρέμβη
πολύκαρπος
μ' ένα κομμάτι ουρανό, μ' ένα παγούρι θάλασσα
σ' αιώνια εκδρομή
σε δενδροκρέβατα επάνω
με εικόνες απ' τους κύκλους που σε πνίγουν.
Και γέρνεις κλαδί φορτωμένο το φως
και στ' αυτιά μου ο λόγος
ότι θα ρθεις στη χλιαρή γη
όπου θα έζησες κάποτε
που τόση αγάπη άφησε και αναβλύζει
μες στην ψυχή σου.
Αλλά μπροστά σου βούιζε ο θάνατος. Ο άλλος θά-
νατος.
Κάτι σαν λεπίδια σμίλες του αέρα.
Στους κόκκινους εξώστες, σημαίες της παράφορης
στιγμής.
Κι η μάνα σου λιγνή σ' αγκάλιαζε
κυρτή, λες πεθαμένη.
Κίτρινα, ραγισμένα πουλιά
ανέβαιναν συνέχεια προς τη γη.
Με μια ρομβική κίνηση ανέβαιναν.
Κι η ησυχία
μαρμαρωμένη λίγο πριν απ' τη βροχή
πιωμένη φωτιές και υγρούς ήχους
με το ρυθμό φοβισμένης φτερούγας,
ανάσαινε.
Και τότε έπαψες σιγά-σιγά να μιλάς και να γράφεις.
Και γέμιζες μέσα σου νόημα και μουσική.
Συνέχεια γέμιζες
Σε ουράνιους εμφανίζεται κήπους
ανάποδος φωταγωγός.
Τα μουσικά τοπία, οι ακατανόητες πτυχές
εκπομπές του βελούδου∙
μια ντουφεκιά από την κάνη της γαλήνης
σκορπίζει φτερά.
Ανάσκελα, δίπλα σε μερμηγκοφωλιές
μπολιάζοντας το σύννεφο με ρέμβη
πολύκαρπος
μ' ένα κομμάτι ουρανό, μ' ένα παγούρι θάλασσα
σ' αιώνια εκδρομή
σε δενδροκρέβατα επάνω
με εικόνες απ' τους κύκλους που σε πνίγουν.
Και γέρνεις κλαδί φορτωμένο το φως
και στ' αυτιά μου ο λόγος
ότι θα ρθεις στη χλιαρή γη
όπου θα έζησες κάποτε
που τόση αγάπη άφησε και αναβλύζει
μες στην ψυχή σου.
Αλλά μπροστά σου βούιζε ο θάνατος. Ο άλλος θά-
νατος.
Κάτι σαν λεπίδια σμίλες του αέρα.
Στους κόκκινους εξώστες, σημαίες της παράφορης
στιγμής.
Κι η μάνα σου λιγνή σ' αγκάλιαζε
κυρτή, λες πεθαμένη.
Κίτρινα, ραγισμένα πουλιά
ανέβαιναν συνέχεια προς τη γη.
Με μια ρομβική κίνηση ανέβαιναν.
Κι η ησυχία
μαρμαρωμένη λίγο πριν απ' τη βροχή
πιωμένη φωτιές και υγρούς ήχους
με το ρυθμό φοβισμένης φτερούγας,
ανάσαινε.
Και τότε έπαψες σιγά-σιγά να μιλάς και να γράφεις.
Και γέμιζες μέσα σου νόημα και μουσική.
Συνέχεια γέμιζες
Θέμης Τασούλης
σε μωβ ελάσσονα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου