η διαμελισμένη εικόνα μου με κοιτάζει
με μάτια-γρίφους
μ' αυτά τα παράξενα μάτια
προσπαθεί να με ερμηνεύσει
μ' έναν τρόπο ατίθασο
επίμονα τα χαριτωμένα χεράκια της
αποκομμένα, η μύτη κάπως στραβή
το σώμα ανάστροφο.
κάτι θέλει να πει
όμως δεν μπορεί να μιλήσει ακόμα.
στέκεται μπροστά μου σα φωτογραφία
που δεν μπορώ να ορίσω
αν το κορίτσι αυτό είμαι εγώ
ή μια χυδαία στραβοχυμένη φωτοτυπία μου
το κορίτσι χαμογελάει
με δάκρυα στα μάτια, χωρίς βέβαια
να μου πει το λόγο.
μόνο εκείνη ξέρει
από πού πηγάζουν οι διαθέσεις της
πώς στο διάβολο προήρθαν οι στίχοι της
γιατί τις νύχτες αλλάζει πλευρό κάθε δυόμισι λεπτά
και γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τα μέλη του σώματός της.
κάτι πήγε στραβά όταν τη φωτογράφισα.
μες τα λευκά πέλματά της
στους κυρτούς μηρούς
επωάζεται μια ιδέα
για το πώς μπορεί να διασταλεί το χάος.
κάτι σαν ψιφιδωτό
ανάμεσα σε λήθαργο και ηδονή
σε μαύρο φως και αποχαύνωση
κοιτάζει κάπως βλοσυρά
ή μάλλον λάγνα
ή ίσως και να βαριέται κάπως
να παίξει μαζί μου.
δεν μπορώ να προσδιορίσω
τι ακριβώς θέλει από μένα.
το αστείο είναι
πως την έχω δει χιλιάδες φορές αγουροξυπνημένη
με πρησμένα μάτια
την έχω δει να φεύγει
να βογγάει
να τρελαίνεται
να αφρίζει
να ησυχάζει
να τρώει μέχρι να σκάσει
να διαβάζει τις σιωπές των ανθρώπων
να ψάχνει τρόπους να σκοτώσει
να αυνανίζεται με την ιδέα της ολικής της
κατάρρευσης
να καίγεται
να στραβομουτσουνιάζει
να γελάει μέχρι να σπάσουν τα σαγόνια της
και να εκραγεί
να μιλάει.. τόσο πολύ και τόσο δυνατά
και ύστερα να κουράζεται
και να πέφτει πάλι στο μαύρο πέπλο
της μαμάς μοναξιάς,
αποκαμωμένη.
σήμερα αυτή διαμελισμένη μορφή (που
στέκεται πάντα μπροστά μου
και κάπως μου μοιάζει)
μου είπε ένα μικρό μυστικό.
δεν κατάλαβα όλες τις λέξεις που αράδιασε
-ούτε μπορώ να καταλάβω τι την έπιασε-
και μου το είπε σήμερα-
μα ήταν κάτι σαν:
¨"ξέρεις...
μέσα απ' τις κόρες των ματιών
διαστέλλεται το χάος
ή / μέσα απ' τις κόγχες των αόρατων στιγμών
διαστέλλεται το χάος /
ή / μέσα απ' τις κόρες των αόμματων γιορτών /
θέλω να παίξω μαζί σου
πριν το χάραμα,
θέλω να σε γευτώ
θέλω επιτέλους να με αγγίξεις
να με βρεις,
να παγιδέψεις μέσα μου όλες τις
πένθιμες στιγμές ανυπαρξίας σου
και να με κατακτήσεις έτσι όπως είμαι
μονοκόμματη, και τόσο διαμελισμένη
γιατί θα μπορούσα να είμαι εσύ,
αν λίγο με προσέγγιζες, λιγάκι μόνο.
-
κάνε με το πιο κρυφό κι απαίσιό σου δημιούργημα
αυτό που κανέναν δεν θ' αφήσεις ποτέ να κοιτάζει
φύλαμε μέσα στα υπόγεια των παραλογισμών σου
και άσε με να βγαίνω μόνο
όταν τα χάος διαστέλλεται μέσα στα μάτια σου
όταν αιωρείσαι σ' έναν ανάλαφρο βυθό
και σε τσιμπάν μικρά ψαράκια-δολοφόνοι
όταν οι λέξεις δε σου φτάνουν
για να μ' αρνηθείς
κι οι διχασμοί σου σε πολλαπλασιάζουν ανελέητα
και χάνεις το μέτρημα των εαυτών σου
όταν στερεύουν οι απαγχονισμένες σου
ορέξεις ή λαχταράς
την αντρική φαγωμένη σάρκα
όταν ταΐζεις με φωτιά τις νότες των αλόγιστων σπασμών σου
και τις ξεπλένεις πρόχειρα χωρίς καμιά μετάνοια
όταν μανιασμένα τρως κομμάτια απ' το σύμπαν
και οι πραγματικότητες σε καταρρίπτουν,
άφηνέ με να βγαίνω εγώ,
να τα ορίζω όλα απ' την αρχή
και να χαζεύω
με τα γυμνά μου μέλη σαστισμένα και υγρά
το ηλιοβασίλεμα
σ' εκείνον τον απομακρυσμένο βράχο
της πιο ανύπαρκτης ανάμνησής σου."
κι όταν τα είπε αυτά
-ή κάπως έτσι-
ξέφυγε μέσα απ' τα χέρια μου η μορφή αυτή
τα μέλη διασκορπίστηκαν
και παραμορφωτικά με επαναρύθμισαν
ο νους μου να συγχρονιστεί με την απώλεια
το σώμα μου να πάψει ν'΄αλιχτά
και τα στιλπνά, τα διχασμένα μου μάτια
να συνηθίσουν λιγάκι πιο πολύ
τη διεστραμένη φύση των πραγμάτων
και μέσα σ' αυτήν
(πάντα με τη φυγή απ' αυτήν
και τη σφαγή της)
να καταφέρω να υπάρξω πια,
ολόκληρη.
με μάτια-γρίφους
μ' αυτά τα παράξενα μάτια
προσπαθεί να με ερμηνεύσει
μ' έναν τρόπο ατίθασο
επίμονα τα χαριτωμένα χεράκια της
αποκομμένα, η μύτη κάπως στραβή
το σώμα ανάστροφο.
κάτι θέλει να πει
όμως δεν μπορεί να μιλήσει ακόμα.
στέκεται μπροστά μου σα φωτογραφία
που δεν μπορώ να ορίσω
αν το κορίτσι αυτό είμαι εγώ
ή μια χυδαία στραβοχυμένη φωτοτυπία μου
το κορίτσι χαμογελάει
με δάκρυα στα μάτια, χωρίς βέβαια
να μου πει το λόγο.
μόνο εκείνη ξέρει
από πού πηγάζουν οι διαθέσεις της
πώς στο διάβολο προήρθαν οι στίχοι της
γιατί τις νύχτες αλλάζει πλευρό κάθε δυόμισι λεπτά
και γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τα μέλη του σώματός της.
κάτι πήγε στραβά όταν τη φωτογράφισα.
μες τα λευκά πέλματά της
στους κυρτούς μηρούς
επωάζεται μια ιδέα
για το πώς μπορεί να διασταλεί το χάος.
κάτι σαν ψιφιδωτό
ανάμεσα σε λήθαργο και ηδονή
σε μαύρο φως και αποχαύνωση
κοιτάζει κάπως βλοσυρά
ή μάλλον λάγνα
ή ίσως και να βαριέται κάπως
να παίξει μαζί μου.
δεν μπορώ να προσδιορίσω
τι ακριβώς θέλει από μένα.
το αστείο είναι
πως την έχω δει χιλιάδες φορές αγουροξυπνημένη
με πρησμένα μάτια
την έχω δει να φεύγει
να βογγάει
να τρελαίνεται
να αφρίζει
να ησυχάζει
να τρώει μέχρι να σκάσει
να διαβάζει τις σιωπές των ανθρώπων
να ψάχνει τρόπους να σκοτώσει
να αυνανίζεται με την ιδέα της ολικής της
κατάρρευσης
να καίγεται
να στραβομουτσουνιάζει
να γελάει μέχρι να σπάσουν τα σαγόνια της
και να εκραγεί
να μιλάει.. τόσο πολύ και τόσο δυνατά
και ύστερα να κουράζεται
και να πέφτει πάλι στο μαύρο πέπλο
της μαμάς μοναξιάς,
αποκαμωμένη.
σήμερα αυτή διαμελισμένη μορφή (που
στέκεται πάντα μπροστά μου
και κάπως μου μοιάζει)
μου είπε ένα μικρό μυστικό.
δεν κατάλαβα όλες τις λέξεις που αράδιασε
-ούτε μπορώ να καταλάβω τι την έπιασε-
και μου το είπε σήμερα-
μα ήταν κάτι σαν:
¨"ξέρεις...
μέσα απ' τις κόρες των ματιών
διαστέλλεται το χάος
ή / μέσα απ' τις κόγχες των αόρατων στιγμών
διαστέλλεται το χάος /
ή / μέσα απ' τις κόρες των αόμματων γιορτών /
θέλω να παίξω μαζί σου
πριν το χάραμα,
θέλω να σε γευτώ
θέλω επιτέλους να με αγγίξεις
να με βρεις,
να παγιδέψεις μέσα μου όλες τις
πένθιμες στιγμές ανυπαρξίας σου
και να με κατακτήσεις έτσι όπως είμαι
μονοκόμματη, και τόσο διαμελισμένη
γιατί θα μπορούσα να είμαι εσύ,
αν λίγο με προσέγγιζες, λιγάκι μόνο.
-
κάνε με το πιο κρυφό κι απαίσιό σου δημιούργημα
αυτό που κανέναν δεν θ' αφήσεις ποτέ να κοιτάζει
φύλαμε μέσα στα υπόγεια των παραλογισμών σου
και άσε με να βγαίνω μόνο
όταν τα χάος διαστέλλεται μέσα στα μάτια σου
όταν αιωρείσαι σ' έναν ανάλαφρο βυθό
και σε τσιμπάν μικρά ψαράκια-δολοφόνοι
όταν οι λέξεις δε σου φτάνουν
για να μ' αρνηθείς
κι οι διχασμοί σου σε πολλαπλασιάζουν ανελέητα
και χάνεις το μέτρημα των εαυτών σου
όταν στερεύουν οι απαγχονισμένες σου
ορέξεις ή λαχταράς
την αντρική φαγωμένη σάρκα
όταν ταΐζεις με φωτιά τις νότες των αλόγιστων σπασμών σου
και τις ξεπλένεις πρόχειρα χωρίς καμιά μετάνοια
όταν μανιασμένα τρως κομμάτια απ' το σύμπαν
και οι πραγματικότητες σε καταρρίπτουν,
άφηνέ με να βγαίνω εγώ,
να τα ορίζω όλα απ' την αρχή
και να χαζεύω
με τα γυμνά μου μέλη σαστισμένα και υγρά
το ηλιοβασίλεμα
σ' εκείνον τον απομακρυσμένο βράχο
της πιο ανύπαρκτης ανάμνησής σου."
κι όταν τα είπε αυτά
-ή κάπως έτσι-
ξέφυγε μέσα απ' τα χέρια μου η μορφή αυτή
τα μέλη διασκορπίστηκαν
και παραμορφωτικά με επαναρύθμισαν
ο νους μου να συγχρονιστεί με την απώλεια
το σώμα μου να πάψει ν'΄αλιχτά
και τα στιλπνά, τα διχασμένα μου μάτια
να συνηθίσουν λιγάκι πιο πολύ
τη διεστραμένη φύση των πραγμάτων
και μέσα σ' αυτήν
(πάντα με τη φυγή απ' αυτήν
και τη σφαγή της)
να καταφέρω να υπάρξω πια,
ολόκληρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου