Σήκωνε πότε-πότε το κεφάλι, και κοίταγε ψηλά στον ουρανό ένα φεγγάρι θολό, που έφευγε πίσω απ' τα σύννεφα, κι έλεγε από μέσα του. Δεν θα πάω σπίτι, έλεγε.Δεν πρόκειται να πάω. Θα μείνω έξω και θα καπνίζω όλη νύχτα.
Έτσι είπε ο Βασιλάκης και τη νύχτα εκείνη, την πέρασε στους δρόμους. Πήγε και κάτω στο σταθμό.
Αργά πήγε, πολύ μετά απ’ τα μεσάνυχτα. Ανέβηκε απάνω στη γέφυρα και κοίταγε τα βαγόνια. Τις γραμμές τις σιδερένιες έβλεπε, που κράταγαν το φως του φεγγαριού και γυάλιζαν, και τον τοίχο, εκείνο τον τοίχο, που έμοιαζε σαν γκρεμός, κι όλος μαζί κατέβαινε απότομα, με κάτι σκάλες προς το δρόμο.
Κι ύστερα τον έπιασε ένα κρύο, εκεί απάνω που ήταν. Ρίγος τον έπιασε και μια τρεμούλα, γιατ’ ένιωσε άξαφνα, πως ήταν ξεκομμένος• απ’ όλο τον κόσμο ξεκομμένος. Ξένος και μονάχος του σε τόπο ξένο.
Ένας αέρας σιγανός τον φύσαγε, και κάτι που μύριζε σαν την καπνιά, κόλλαγε στα ρουθούνια του και τα ‘καιγε. Κάτι σαν ερημιά μύριζε… Κι αυτή η ερημιά, του φάνηκε πως ερχόταν απ’ τα σπίτια• από τα σπίτια τα πολλά, που έφταναν ως πέρα μακριά. Γιατί τα σπίτια αυτά που έβλεπε, ήταν σαν να ‘χαν μέσα τους ανθρώπους: απ’ όλη την Ελλάδα ανθρώπους, ναρκωμένους: γυναίκες, άντρες και παιδιά. Γερόντια απ’ το Βόλο κι απ’ την Ξάνθη• απ’ την Κομοτηνή από την Κρήτη κι απ’ τα νησιά• και μια κίτρινη σκόνη τα σκέπαζε, όπως σκεπάζει τον πεθαμένο το σεντόνι.
Νίκος Χουλιαράς
Έτσι είπε ο Βασιλάκης και τη νύχτα εκείνη, την πέρασε στους δρόμους. Πήγε και κάτω στο σταθμό.
Αργά πήγε, πολύ μετά απ’ τα μεσάνυχτα. Ανέβηκε απάνω στη γέφυρα και κοίταγε τα βαγόνια. Τις γραμμές τις σιδερένιες έβλεπε, που κράταγαν το φως του φεγγαριού και γυάλιζαν, και τον τοίχο, εκείνο τον τοίχο, που έμοιαζε σαν γκρεμός, κι όλος μαζί κατέβαινε απότομα, με κάτι σκάλες προς το δρόμο.
Κι ύστερα τον έπιασε ένα κρύο, εκεί απάνω που ήταν. Ρίγος τον έπιασε και μια τρεμούλα, γιατ’ ένιωσε άξαφνα, πως ήταν ξεκομμένος• απ’ όλο τον κόσμο ξεκομμένος. Ξένος και μονάχος του σε τόπο ξένο.
Ένας αέρας σιγανός τον φύσαγε, και κάτι που μύριζε σαν την καπνιά, κόλλαγε στα ρουθούνια του και τα ‘καιγε. Κάτι σαν ερημιά μύριζε… Κι αυτή η ερημιά, του φάνηκε πως ερχόταν απ’ τα σπίτια• από τα σπίτια τα πολλά, που έφταναν ως πέρα μακριά. Γιατί τα σπίτια αυτά που έβλεπε, ήταν σαν να ‘χαν μέσα τους ανθρώπους: απ’ όλη την Ελλάδα ανθρώπους, ναρκωμένους: γυναίκες, άντρες και παιδιά. Γερόντια απ’ το Βόλο κι απ’ την Ξάνθη• απ’ την Κομοτηνή από την Κρήτη κι απ’ τα νησιά• και μια κίτρινη σκόνη τα σκέπαζε, όπως σκεπάζει τον πεθαμένο το σεντόνι.
Νίκος Χουλιαράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου