παροδικές τραγωδίες
χιλιοτραγουδισμένες παρωδίες
κοιτάζομαι, στο φως, κι εξημερώνω με βλέμμα άσπιλο τη όαση του κορμιού μου
λίγο λίγο, με την τρυφερότητα του λύκου και την ηρεμία της ιέρειας,
τη θύελλα του ερωτευμένου και την ακολασία του καιόμενου
να ξεφλουδίσω την ουσία, να αποστάξω τις στιγμές απ τις πτυχές μου,
να αφουγκραστώ τις ενοχές, μελωδικές στριγγλιές και μνήμες κολασμένες
να μην μιλήσω ποτέ ξανά στ' αλήθεια, να νεκρώσω τους άτρωτους θεούς
να τους δείξω με χέρια τρεμάμενα, τη βρωτή μου ενδελέχεια
να αδειάζω λίγο λίγο, να ξεφουσκώνω, και ξανά να γεμίζω,
μέχρι ν' αποφασίσουν για μένα πως τέλειωσα πάει,
μέχρι να στερέψω στ' αλήθεια, μέχρι να πάω στο διάολο ή κάπου που να με περιγελούν
κάπου που να μπορώ να κλάψω με λυγμούς, και να με βλέπουν όλοι
όπως μπροστά απ' τις ράγες του τραινου καθώς ήμουν βουρκωμένη
εκείνο πέρασε, κι είδα μπροστά μου τόσους ανθρώπους σε δυο στιγμές
τόσες χιλιάδες πρόσωπα, πέρασε αιώνας, κι ακόμη να σβήσω
περιμένοντας κυνικά το τέλος, και με ηδονή, και με πάθος
και με υπομονή αβάσταχτη που πλέον δαμάζω, που πλέον ημερεύω
και τις μαστιγωμένες μου, κρυφές, κι ανείπωτες αλήθειες ν' ανατείλλω
να υποτάξω, πριν με υποτάξουν και με αφανίσουν, σαν σε όνειρο
που δεν πέτυχε το σενάριο, και αυτοκτονούσαν σωρηδόν οι σκηνοθέτες
κι οι σεναριογράφοι, ένα σενάριο που για μένα δε γράφτηκε ποτέ
μόνο για τη βλέννα που αφήνει η πένα μου καθώς υφίσταμαι όλα αυτά τα ψυχοδαμάσματα
και τον άνεμο πλάι μου, μέσα μου, πάντα ο άνεμος, από παιδί ο άνεμος
που ποτέ δεν κόπασε, δεν έσβησε, κι αγάπησα τις στοές και τα περάσματα
και ξεδιπλώθηκα σε σκοτεινές κυτίδες, θηριοδαμαστής (και το θηρίο και ο δαμαστής)
με διέλυα και με έχτιζα ανυπόμονα, άτσαλα και μάταια
με παρέδιδα σε κάτι που ποτέ δεν προσδιόρισα, που ποτέ δεν άγγιξα
και με έπαιρνα πίσω χωρίς αποσιωπητικά, χωρίς τραγωδίες
κι ύστερα πάλι η γελοία εγώ ξαναγυρνούσα στα πρώτα βήματα, απ' την αρχή
χάραζα κύκλους στο κορμί μου, μόνο κύκλους, όπως η ζωή, όπως η ανάσταση
όπως χιλιάδες θάνατοι, χιλιάδες παρωδίες, μασκοφόροι ανυπότακτοι
και υποτονικοί εραστές, εγώ δεν θέλω.
το λέω με τόνο αυτό εγώ δεν θέλω, δεν θέλω απ' αυτά, δεν τα έχω ανάγκη
έτσι το λέω, σαν να αρνούμαι το νερό κι ας μην έχω άλλο τρόπο να ξεδιψάσω.
την απουσία, το στέγνωμα φοβάμαι. τι σβήσιμο της φλόγας
που όταν θα ρθει, τότε θα είναι το τέλος, το πραγματικό τέλος
να μαραθώ φοβάμαι, και μαζί μου θα μαραθούν οι ελάχιστες αλήθειες που στέριωσα, όσες ήταν.... κι αν τις στέριωσα.......
το χώμα, θα με δείξει, το χωμα, η ύλη μου θα με δικάσει.
θα με κυνηγούν τα στοιχειά, αυτό δεν θα το αρνηθώ. τη φωτιά φοβάμαι
προτιμώ να με κάψει παρά να με σβήσει... προτιμώ αυτή τη ηθελημένη καταδίκη
που η λογοτεχνία την μετουσιώνει σε μαγεία, η λογοτεχνία φταίει για όλα γιατί όλα τα επινοεί! θέλησα να κλείσω κύκλους με την πένα, κι ανοίγω καινούριους, θέλησα να κλείσω πληγές, τίποτ' άλλο, έτσι ξεκίνησα, ποτέ δεν φαντάστηκα τη σκόνη πάνω μου ολόκληρη, να με βασανίζει, να επωάζω το αυγό της τρέλας, της αυτοάμυνας και αυτοπαράδοσης, το παιχίδι που μου πετούν πάνω μου οι συμπτώσεις, και γυμνή φτάνω στο έλεός τους και ξεψυχάω εκεί, ατόφια.
Παρ' όλα αυτά δεν μετανιώνω για τίποτα.
Μόνο η φωτιά να μη σβήσει. Και το σώμα μου ας σπιλωθεί, ας λεηλατηθεί, μόνο να μη σβήσει.
αν είναι έτσι χίλιες φορές ο θάνατος.
χιλιοτραγουδισμένες παρωδίες
κοιτάζομαι, στο φως, κι εξημερώνω με βλέμμα άσπιλο τη όαση του κορμιού μου
λίγο λίγο, με την τρυφερότητα του λύκου και την ηρεμία της ιέρειας,
τη θύελλα του ερωτευμένου και την ακολασία του καιόμενου
να ξεφλουδίσω την ουσία, να αποστάξω τις στιγμές απ τις πτυχές μου,
να αφουγκραστώ τις ενοχές, μελωδικές στριγγλιές και μνήμες κολασμένες
να μην μιλήσω ποτέ ξανά στ' αλήθεια, να νεκρώσω τους άτρωτους θεούς
να τους δείξω με χέρια τρεμάμενα, τη βρωτή μου ενδελέχεια
να αδειάζω λίγο λίγο, να ξεφουσκώνω, και ξανά να γεμίζω,
μέχρι ν' αποφασίσουν για μένα πως τέλειωσα πάει,
μέχρι να στερέψω στ' αλήθεια, μέχρι να πάω στο διάολο ή κάπου που να με περιγελούν
κάπου που να μπορώ να κλάψω με λυγμούς, και να με βλέπουν όλοι
όπως μπροστά απ' τις ράγες του τραινου καθώς ήμουν βουρκωμένη
εκείνο πέρασε, κι είδα μπροστά μου τόσους ανθρώπους σε δυο στιγμές
τόσες χιλιάδες πρόσωπα, πέρασε αιώνας, κι ακόμη να σβήσω
περιμένοντας κυνικά το τέλος, και με ηδονή, και με πάθος
και με υπομονή αβάσταχτη που πλέον δαμάζω, που πλέον ημερεύω
και τις μαστιγωμένες μου, κρυφές, κι ανείπωτες αλήθειες ν' ανατείλλω
να υποτάξω, πριν με υποτάξουν και με αφανίσουν, σαν σε όνειρο
που δεν πέτυχε το σενάριο, και αυτοκτονούσαν σωρηδόν οι σκηνοθέτες
κι οι σεναριογράφοι, ένα σενάριο που για μένα δε γράφτηκε ποτέ
μόνο για τη βλέννα που αφήνει η πένα μου καθώς υφίσταμαι όλα αυτά τα ψυχοδαμάσματα
και τον άνεμο πλάι μου, μέσα μου, πάντα ο άνεμος, από παιδί ο άνεμος
που ποτέ δεν κόπασε, δεν έσβησε, κι αγάπησα τις στοές και τα περάσματα
και ξεδιπλώθηκα σε σκοτεινές κυτίδες, θηριοδαμαστής (και το θηρίο και ο δαμαστής)
με διέλυα και με έχτιζα ανυπόμονα, άτσαλα και μάταια
με παρέδιδα σε κάτι που ποτέ δεν προσδιόρισα, που ποτέ δεν άγγιξα
και με έπαιρνα πίσω χωρίς αποσιωπητικά, χωρίς τραγωδίες
κι ύστερα πάλι η γελοία εγώ ξαναγυρνούσα στα πρώτα βήματα, απ' την αρχή
χάραζα κύκλους στο κορμί μου, μόνο κύκλους, όπως η ζωή, όπως η ανάσταση
όπως χιλιάδες θάνατοι, χιλιάδες παρωδίες, μασκοφόροι ανυπότακτοι
και υποτονικοί εραστές, εγώ δεν θέλω.
το λέω με τόνο αυτό εγώ δεν θέλω, δεν θέλω απ' αυτά, δεν τα έχω ανάγκη
έτσι το λέω, σαν να αρνούμαι το νερό κι ας μην έχω άλλο τρόπο να ξεδιψάσω.
την απουσία, το στέγνωμα φοβάμαι. τι σβήσιμο της φλόγας
που όταν θα ρθει, τότε θα είναι το τέλος, το πραγματικό τέλος
να μαραθώ φοβάμαι, και μαζί μου θα μαραθούν οι ελάχιστες αλήθειες που στέριωσα, όσες ήταν.... κι αν τις στέριωσα.......
το χώμα, θα με δείξει, το χωμα, η ύλη μου θα με δικάσει.
θα με κυνηγούν τα στοιχειά, αυτό δεν θα το αρνηθώ. τη φωτιά φοβάμαι
προτιμώ να με κάψει παρά να με σβήσει... προτιμώ αυτή τη ηθελημένη καταδίκη
που η λογοτεχνία την μετουσιώνει σε μαγεία, η λογοτεχνία φταίει για όλα γιατί όλα τα επινοεί! θέλησα να κλείσω κύκλους με την πένα, κι ανοίγω καινούριους, θέλησα να κλείσω πληγές, τίποτ' άλλο, έτσι ξεκίνησα, ποτέ δεν φαντάστηκα τη σκόνη πάνω μου ολόκληρη, να με βασανίζει, να επωάζω το αυγό της τρέλας, της αυτοάμυνας και αυτοπαράδοσης, το παιχίδι που μου πετούν πάνω μου οι συμπτώσεις, και γυμνή φτάνω στο έλεός τους και ξεψυχάω εκεί, ατόφια.
Παρ' όλα αυτά δεν μετανιώνω για τίποτα.
Μόνο η φωτιά να μη σβήσει. Και το σώμα μου ας σπιλωθεί, ας λεηλατηθεί, μόνο να μη σβήσει.
αν είναι έτσι χίλιες φορές ο θάνατος.
όταν το πρωτοδιάβασα πίστεψα ότι δεν έμενε τίποτα άλλο για να πω...σαν να το είχα γράψει εγώ, αλλά πιο ωραία απ' όσο θα μπορούσα να το γράψω εγώ..
ΑπάντησηΔιαγραφή