Μια κυριακή το μεσημέρι
Στο χείμαρο μιας ασπόνδυλης βδομάδας
άκουσα τη θάλασσα να κλαίει, για πρώτη φορά.
Βρισκόμουν εκεί,
όπου η δική μου η άνωση γίνεται ένα θλιμένο σάλεμα
και σπαραχτικά ηδονίζεται.
Άπορος άπειρος και ανάπηρος
απ' τα σχοινιά μιας λέξης κρεμασμένος
θέλω να δω
μήπως το κορμί μου πάλεται σε χίλιες αιωνιώτητες θανάτου.
Βυθισμένος σε κάποιον άρρωστο φόβο
ρώτησα
"το ταξίδι, θα 'χει τέλος;;"
Σάββατο 26 Ιουνίου 2010
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010
και το τίποτα το άπειρο
Το άπειρο αγαπά το χάος. Το χάος αγαπά την άβυσσο. Εκείνη αγαπά τον κόσμο.
Ο κόσμος αγαπάει το τίποτα. Και το τίποτα το άπειρο.
Η μουσική γέννησε τον αριθμό. Κι η ζωή γέννησε τη λέξη.
Και κάπως έτσι η λέξη αγάπησε τον αριθμό, κι αυτός εκείνη..
Είμαι ακόμα εδώ και σε κοιτάζω.
Και περιμένω μια απάντηση...
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
Οι άνθρωποι που καίγονται
Οι άνθρωποι που καίγονται
στις σάρκες κάποιας μονοήμερης εκδρομής
κατοικούν
στους σπαραγμούς των πιο θλιβερών λύκων
του χειμώνα είναι γιοι
σκορπίζουν το σώμα τους στην πιο βουβή βροχή
και το θρυμματίζουν πλάι στον ωκεανό.
Οι άνθρωποι που καίγονται
ζουν νυχοπατώντας στα σκοτάδια κάποιας ξεχασμένης ποίησης
και θα τους βρεις,
στον υπόγειο οργασμό του τελευταίου τρόλεϊ
- μη γελαστείς, δεν είναι σκιές-
αλλά αποθήκες για τις λέξεις που έπεσαν στα χέρια μου.
Οι άνθρωποι που καίγονται
δεν έχουν φωνή.
Κι όμως
κραυγάζουν στη σιωπή.
στις σάρκες κάποιας μονοήμερης εκδρομής
κατοικούν
στους σπαραγμούς των πιο θλιβερών λύκων
του χειμώνα είναι γιοι
σκορπίζουν το σώμα τους στην πιο βουβή βροχή
και το θρυμματίζουν πλάι στον ωκεανό.
Οι άνθρωποι που καίγονται
ζουν νυχοπατώντας στα σκοτάδια κάποιας ξεχασμένης ποίησης
και θα τους βρεις,
στον υπόγειο οργασμό του τελευταίου τρόλεϊ
- μη γελαστείς, δεν είναι σκιές-
αλλά αποθήκες για τις λέξεις που έπεσαν στα χέρια μου.
Οι άνθρωποι που καίγονται
δεν έχουν φωνή.
Κι όμως
κραυγάζουν στη σιωπή.
Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
Απαλοιφή παρανομαστών
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)