Κι ο άνεμος έκλαιγε μέσα στα μάτια της
Κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε πίσω απ τα χείλη της
Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
Το φίδι το σκέπαζε το βράδυ
κι αφού έσβηνε το φως της
σκεπαζόταν και δάκρυζε κάτω απ' την κουβέρτα της
Χύνονταν στο πάτωμα οι σκιές
Και βούρκωνε η θάλασσα
Στο φίδι μίλαγε, μόνο σ' αυτό
Στ' ανείπωτα της φύσης της
ποτέ δεν κέρναγε τις λέξεις που διάλεγε
άπλωνε τις κραυγές στον ήλιο να στεγνώσουν
Στάζαν εκείνες στα κεφάλια του κόσμου
ανάπηρες φωνές ψάχναν τη γη, ψάχναν απάγκιο.
Σε κανένα δε δάνειζε το φίδι της
Κι είχε για φυλαχτό στο βάθος της θάλασσας
Μια μικρή θύελλα ζωγραφισμένη στο χέρι
Κόμπο δεμένη με κατάρες παλιές
φυλαγμένες καλά στης ζωής το φευγιό
Το φίδι όμως ποτέ δεν το νανούρισε
γιατί άμα τραγουδάς τη νύχτα λένε
στις άκρες των δακτύλων
φυτρώνουν κάτι ζίνιες παράξενες
στις φλέβες χύνεται η σκουριά που βγάζουν
και με το καιρό τρελαίνεσαι