δηλαδή τι;
πρέπει να σιχαθείς τον εαυτό σου;
να φτάσεις εκεί που δεν θα μπορείς πια να μιλήσεις
ώσπου να μην αισθάνεσαι τα πόδια σου
να βογκάς χωρίς καμία περηφάνεια
να βογκάς σα λύκαινα στη γέννα της
που γέννησε νεκρά παιδιά
που γέννησε νεκρά παιδιά
να σέρνεσαι, να γλύφεις τα πόδια τους
να βυθίζεσαι στις σκέψεις τους
να σιγοσβήνεις σαν όραμα
να αρρωσταίνεις
σαν χείμαρρος
σαν χείμαρρος
να χύνεσαι πάνω στο ανδρικό σώμα
σαν χείμαρρος
κι οι άνεμοι να σε τυραννάνε
χωρίς κανένα έλεος;
[στροφή στα τρίσβαθα
κι ύστερα στο θεό
φόβος για το χρόνο παραμονής
στα τρίσβαθα]
και δηλαδή
πού πρέπει επιτέλους να φτάσεις
σε ποια αγύριστη βουνοκορυφή να κατοικήσεις
πρέπει
για να γιορτάσεις
το τέλος με διαύγεια;