με κούρασαν οι λέξεις
οι αναστεναγμοί
οι βαριές πατημασιές
και τα φιλήδονα νιαουρίσματα
οι δυνατές κραυγές
και οι παραχωρήσεις
οι αλλότριοι εαυτοί
και τα καταπονημένα αστεία
οι φλυαρίες
για μια υπέροχη ζωή
και οι απαιτήσεις
από μια ατίθαση κόλαση
να με περιμένει
όσο χρειαστεί
κάπου σε κάποιο παράλληλο σύμπαν
υπάρχει μια Δέσποινα
που αναπνέει.
αγαπάει τη ζωή και το θάνατο μαζί
και προκαλεί εκρήξεις
πυρπολεί και πυρπολείται
κάθε μέρα
ξαναγεννιέται
και σφάζει κατακρεουργημένες μελωδίες
η Δέσποινα
που τραντάζεται και καίει.
κάπου στα έγκατα των ατελείωτων δωματίων
του μυαλού της
σαν υπόηχος ουρλιάζει η ύπαρξή μου αυτή, η ανυπόστατη.
ο χρόνος γελάει σατανικά
στα κουφώματα των σάπιων τοίχων
και όλοι γιορτάζουν πριν την τελική συνάντηση
με την αποτέφρωσή τους
μια παρανοϊκή σιγή
μου τρώει τη σάρκα υποτονικά
ανώδυνο, όταν υφίσταται
μέσα απ' το γυαλί
το σύμπαν, ύπουλα προσπαθεί
να με συμφιλιώσει με την παραίτηση
ασθμαίνοντας βουβά κι ανυποχώρητα
μπροστά μου
πνίγοντας με σκόπιμα
δεν ξεχωρίζουν οι νότες πια
απ' τις συλλαβές
μόνο οι υπόχωροι του διανυσματικού μου κενού
με σημαδεύουν τραγουδώντας
κοχλάζοντας σε μια μελωδία
-τη δικιά μου μελωδία-
σκοτεινή κι ασύμβατη
αιχμηρή και απάνθρωπη
που δεν πρόκειται ποτέ να γραφτεί.
οι αναστεναγμοί
οι βαριές πατημασιές
και τα φιλήδονα νιαουρίσματα
οι δυνατές κραυγές
και οι παραχωρήσεις
οι αλλότριοι εαυτοί
και τα καταπονημένα αστεία
οι φλυαρίες
για μια υπέροχη ζωή
και οι απαιτήσεις
από μια ατίθαση κόλαση
να με περιμένει
όσο χρειαστεί
κάπου σε κάποιο παράλληλο σύμπαν
υπάρχει μια Δέσποινα
που αναπνέει.
αγαπάει τη ζωή και το θάνατο μαζί
και προκαλεί εκρήξεις
πυρπολεί και πυρπολείται
κάθε μέρα
ξαναγεννιέται
και σφάζει κατακρεουργημένες μελωδίες
η Δέσποινα
που τραντάζεται και καίει.
κάπου στα έγκατα των ατελείωτων δωματίων
του μυαλού της
σαν υπόηχος ουρλιάζει η ύπαρξή μου αυτή, η ανυπόστατη.
ο χρόνος γελάει σατανικά
στα κουφώματα των σάπιων τοίχων
και όλοι γιορτάζουν πριν την τελική συνάντηση
με την αποτέφρωσή τους
μια παρανοϊκή σιγή
μου τρώει τη σάρκα υποτονικά
ανώδυνο, όταν υφίσταται
μέσα απ' το γυαλί
το σύμπαν, ύπουλα προσπαθεί
να με συμφιλιώσει με την παραίτηση
ασθμαίνοντας βουβά κι ανυποχώρητα
μπροστά μου
πνίγοντας με σκόπιμα
δεν ξεχωρίζουν οι νότες πια
απ' τις συλλαβές
μόνο οι υπόχωροι του διανυσματικού μου κενού
με σημαδεύουν τραγουδώντας
κοχλάζοντας σε μια μελωδία
-τη δικιά μου μελωδία-
σκοτεινή κι ασύμβατη
αιχμηρή και απάνθρωπη
που δεν πρόκειται ποτέ να γραφτεί.