Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

η κάθε μου κίνηση αποθηκεύεται
αμείλικτα στο χωροχρόνο
σ' ένα σύμπλεγμα σπασμών
και τραγικής ειρωνείας
η υπόστασή μου παγιδεύεται
αντιμεταθετικά
στη μνήμη του κενού.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

όλα ηχούν απόκοσμα στ' αφτιά μου
η τελειότητα με διαπερνά
αφήνοντας στίγματα εκκωφαντικών σφαλμάτων
ο προγραμματισμένος εγκέφαλος σπαταλιέται
φτύνοντας χρυσάφι απ' τις κλειδώσεις των λευκών αιμοσφαιρίων
η ευφυΐα μας, παίζει μαζί μας σκόπιμα, μ' ελάχιστη δόση
ηδονικής κι ακατανόητης καταστροφικής απόλαυσης
κάτι αναιρώ απάνθρωπα,
προσπαθώντας να το διασώσω απ' τα περιτώματα
του ανθρώπινου κατασκευάσματος.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

συνέντευξη

-τι επαγγέλεστε;

-εκτελώ νεκροψία στην ανυπαρξία.

εξετάζω το πέος του χάους

και μου τη σπάει η φάτσα σου.

-ποια είναι η ηλικία σας;

-η βλέννα της φωτιάς με δικάζει τις νύχτες

μετρώντας τα κιλά του αίματος που χάνω

δύο στάλες τη μέρα.

 - τι στόχο έχετε στη ζωη;

όλα κατασπαράχτηκαν

πρόωρα, χωρίς να τα διατάξω

ανατινάχτηκαν.

-πού πηγαίνετε;

- όλα σπαταλήθηκαν,

πριν την τελική συνάντηση με τον

εγκυμονούντα εαυτό

-αγαπάτε τη ζωή;

-φυσικά.

i was made of sleeping milk and some flesh

ενσαρκωμένη σε μια ανυπότακτη ανάγκη ν' ανασάνει
έστω κι απ' το στόμα
με σαλιγγάρια στα μαλλιά
και αφφυδατωμένες απολήξεις
όταν ο θάνατος βαθιά απομυθοποιήθηκε
και μάταια τον δείχναμε με το δάχτυλο, στη σκόνη
κάτι κατέληξε, και σάπισε χωρίς
αιτία ή υπεκφυγή
πάντα έλεγα πως η ζωή είναι κάτι σαν αντικατοπτρισμός
στο είδωλο του ονείρου, με μια υπόνοια ύπαρξης
μια ψευδαίσθηση ανάγκης, μια αφορμή για να πεθάνουμε,
μια παρωδία του μυαλού, ένα μεγάλο κι ανυπόφορο αστείο
αναμενόμενο και αποδυναμωμένο απ' τις κλωτσιές
είμαι δύστροπη και δεν θα το δεχτώ
αν δε το δω να τσαλακώνεται μπροστά μου, ως τη σπλίνα μου
αν δε διαχωρίζεται, κάτι απ' αυτό έστω,
που να με ορίζει,
ένα σημείο αναφοράς που να με προσδιορίζει
αμόλυντο και άσπιλο, ένα κορμί τσακισμένο απ' τους οργασμούς,
αλλεπάλληλες ηδονές για τον εκφοβισμό του απροσδιόριστου
κάνωντας έρωτα με την παραφορά του μυαλού του
με την ιδέα του φόνου
ένας φόνος, έστω!
με τρεμάμενα χέρια και σχεδόν χωρίς αναπνοή,
κοιτάζω το φρέσκο αφορισμένο πτώμα
σκότωνα την πραγματικότητα
μ' ένα απροσδιόριστα καταρακωμένο χαμόγελο,
με μια αγωνία στα στήθια μου που αναδύεται ως το νου
και τσουρουφλίζει το ασυνείδητο
και καίει αυτόματα,
αναπόδραστα, η ύπαρξη καταλύεται μπροστά στα μάτια μου,
ξεδιπλώνοντας την απαράμιλλη ηδονή της καταστροφικής επέμβασης
του ανθρώπινου εγκεφάλου
ο άνθρωπος χάνεται σ' ένα διόροφο κτίριο
διαφορικά διφορούμενος, με σπασμούς
ο άνθρωπος καταλύεται, μπροστά μου
ταϊζοντας με τη σάρκα του, το πεινασμένο ατίθασο μυαλό μου
ο άνθρωπος αποκτά την διαμελισμένη υπόσταση του ζώου
ψυχομαχόντας με την ακατανόητη αιτία της άνωσης
ταϊζει το μυαλό μου με υπονοούμενες σφαίρες αβεβαιότητας
και δυσανάλογα νοήματα, ενδοφλέβιες υπερωρίες
αμνησίας.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Για την Γιουδήθ (2)

παραπατώντας μόνη σ' ένα κόσμο που κοχλάζει
ακροβατώντας στην οξύμωρη αναλγησία των καιρών.

τα μικρόβιά μου ανατριχιασμένα, ξεψυχούν ανίκητα
ουρλιάζοντας αλεργικές σιωπές σ' ασθενοφόρα
τα μικρόβια σπαρταρούν, νομίζω πως με βλέπουν
τρώγοντας φρίκες, ενοχές κι εγκλήματα, πτυχές
που αρρώστησαν και χάθηκαν στην άσαρκη αγάπη
αυτή που σκότωνε διαρκώς κι εκστατικά
νοήματα που σκόνταφταν στο λογισμό μας
στη σκέψη μας που υπόκοφα ψυθίριζε πως
τίποτα δεν θα ξαναϋπάρξει εκτός μας
κι όλα θα εννοηθούν και πρόστυχα θα μας διαλύσουν
ανεπαίσθητα, πριν μαθευτούν τα πάντα κι αντηχήσουν
με μαθηματική σαφήνεια προσδιορίσουν τ' άρρητα
κι ανώφελα κουρνιάσουν σ' ένα σύμπαν ξένο.

με μια έκρηξη σκληρή, θα αποδομήσουν
το ακατανόητο,
κενό τοπίο της μοναξιάς της
σκόπιμα θα ρουφίξουν τις ξεχχασμένες ανατριχίλες της
όταν στο ψύχος θ' αντιμάχεται την ευτυχία
μ' ένα πικρό χαμόγελο του νου της
σαρκάζοντας διοπτρικά τις ξένες σάρκες
που λαχτάρησε απρόσμενα, μια οσμή από τυχαιότητα
από είδωλα και παρορμητικές ανακρίβειες
εδώ θα περιστρέφεται βουβή σχεδόν αιώνια
η θύμισή της μέσα απ' τη στεγνή άσφαλτο μιας γήινης κόλασης
την επίγεια θανάτωση, αρχικά,
και πριν απομακρυνθεί αηδειασμένη από τον πανάρχαιο
τρόμο, αλιχτώντας πρόχειρα κι επαναδιατάσσοντας την παράνοια
σ' ένα διπολικό αδιέξοδο, βαμένη το χρώμα της αποστροφής
εμμονικά και βάναυσα κοιτάζει στο σταθμό,
το πλήθος, τους κυρτούς ανθρώπους,
ασύμβατες συναρτησιακές οντότητες
με χάρτινα ακροδάχτυλα,
στα σύρματα που έπλεκε τα δάχτυλά της με μανία
τώρα τους κοιτάζει, ανεξήγητα χλωμή, κι ασύμβατη
ακόμη, κι φωνές ρωτούν "ως πότε;" κι έπειτα
ξερνούν, μεσα της χύνουν τον ασβέστη
και ξέρεις, πέρα από εραστές,
μακριά απ' τα μικρά ανεστραμένα τους χέρια
μακριά απ' όλα υπάρχω,
για σένα
για την Γιουδήθ, που αλλού την λέγαν έτσι
στον κόσμο των ανύπαρκτων στιγμών
και των τσαλακωμένων ονείρων, εγώ
θα υπάρχω για σένα μέχρι το χάραμα
που αργοσβήνουν οι λέξεις, αρχίζεις να βλέπεις
πώς χάνονται οι νότες μέσα στο χρόνο
και με τα χεράκια σου γυμνά τις ξαναβρίσκεις μια μια
και τις γεύεσαι ολόκληρες, πως από πάντα
ήσουν τόσο αληθινή και τόσο αλλότρια στον κόσμο τους
και σπάραζες βαθιά ως τις ρίζες, ν' ανθίσεις
πενθώντας άσκοπα για την ανάμνηση της νιότης
και σπαρταρώντας με κραδασμούς στο ύψος του υπογείου
ακατανόητα όλα λες, αφηνιασμένα,
τα πέλματά σου προς το φως γυρνάνε, ν' ανασάνουν
να που όμως ο χρόνος διαστρεβλώθηκε τελικά
κι όλα ηχούν παράξενα κι ατόφια κοντά σου
ψυθιρίζοντας στριγγά στο αυτί σου
πως έστω και για μια στιγμούλα υπήρξες
κι ήταν για σένα αληθινό
το τσίρκο εκείνο της κρυστάλλινης σιωπής σου.