παραπατώντας μόνη σ' ένα κόσμο που κοχλάζει
ακροβατώντας στην οξύμωρη αναλγησία των καιρών.
τα μικρόβιά μου ανατριχιασμένα, ξεψυχούν ανίκητα
ουρλιάζοντας αλεργικές σιωπές σ' ασθενοφόρα
τα μικρόβια σπαρταρούν, νομίζω πως με βλέπουν
τρώγοντας φρίκες, ενοχές κι εγκλήματα, πτυχές
που αρρώστησαν και χάθηκαν στην άσαρκη αγάπη
αυτή που σκότωνε διαρκώς κι εκστατικά
νοήματα που σκόνταφταν στο λογισμό μας
στη σκέψη μας που υπόκοφα ψυθίριζε πως
τίποτα δεν θα ξαναϋπάρξει εκτός μας
κι όλα θα εννοηθούν και πρόστυχα θα μας διαλύσουν
ανεπαίσθητα, πριν μαθευτούν τα πάντα κι αντηχήσουν
με μαθηματική σαφήνεια προσδιορίσουν τ' άρρητα
κι ανώφελα κουρνιάσουν σ' ένα σύμπαν ξένο.
με μια έκρηξη σκληρή, θα αποδομήσουν
το ακατανόητο,
κενό τοπίο της μοναξιάς της
σκόπιμα θα ρουφίξουν τις ξεχχασμένες ανατριχίλες της
όταν στο ψύχος θ' αντιμάχεται την ευτυχία
μ' ένα πικρό χαμόγελο του νου της
σαρκάζοντας διοπτρικά τις ξένες σάρκες
που λαχτάρησε απρόσμενα, μια οσμή από τυχαιότητα
από είδωλα και παρορμητικές ανακρίβειες
εδώ θα περιστρέφεται βουβή σχεδόν αιώνια
η θύμισή της μέσα απ' τη στεγνή άσφαλτο μιας γήινης κόλασης
την επίγεια θανάτωση, αρχικά,
και πριν απομακρυνθεί αηδειασμένη από τον πανάρχαιο
τρόμο, αλιχτώντας πρόχειρα κι επαναδιατάσσοντας την παράνοια
σ' ένα διπολικό αδιέξοδο, βαμένη το χρώμα της αποστροφής
εμμονικά και βάναυσα κοιτάζει στο σταθμό,
το πλήθος, τους κυρτούς ανθρώπους,
ασύμβατες συναρτησιακές οντότητες
με χάρτινα ακροδάχτυλα,
στα σύρματα που έπλεκε τα δάχτυλά της με μανία
τώρα τους κοιτάζει, ανεξήγητα χλωμή, κι ασύμβατη
ακόμη, κι φωνές ρωτούν "ως πότε;" κι έπειτα
ξερνούν, μεσα της χύνουν τον ασβέστη
και ξέρεις, πέρα από εραστές,
μακριά απ' τα μικρά ανεστραμένα τους χέρια
μακριά απ' όλα υπάρχω,
για σένα
για την Γιουδήθ, που αλλού την λέγαν έτσι
στον κόσμο των ανύπαρκτων στιγμών
και των τσαλακωμένων ονείρων, εγώ
θα υπάρχω για σένα μέχρι το χάραμα
που αργοσβήνουν οι λέξεις, αρχίζεις να βλέπεις
πώς χάνονται οι νότες μέσα στο χρόνο
και με τα χεράκια σου γυμνά τις ξαναβρίσκεις μια μια
και τις γεύεσαι ολόκληρες, πως από πάντα
ήσουν τόσο αληθινή και τόσο αλλότρια στον κόσμο τους
και σπάραζες βαθιά ως τις ρίζες, ν' ανθίσεις
πενθώντας άσκοπα για την ανάμνηση της νιότης
και σπαρταρώντας με κραδασμούς στο ύψος του υπογείου
ακατανόητα όλα λες, αφηνιασμένα,
τα πέλματά σου προς το φως γυρνάνε, ν' ανασάνουν
να που όμως ο χρόνος διαστρεβλώθηκε τελικά
κι όλα ηχούν παράξενα κι ατόφια κοντά σου
ψυθιρίζοντας στριγγά στο αυτί σου
πως έστω και για μια στιγμούλα υπήρξες
κι ήταν για σένα αληθινό
το τσίρκο εκείνο της κρυστάλλινης σιωπής σου.