Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010
Μετά απ' τη βροχή
Μετά απ' τη βροχή, τα μάτια μας θα ταξιδέψουνε σ' άλλες χαραυγές
Θα νιώσουνε τις θύελλες ν' ανθίζουν στις νιότης μας τα πέλματα
Μετά απ' την βροχή, τα χέρια μας θα αγγίξουν τον ωκεανό
Στις λύπες μας θα πέφτουνε τα δέντρα και θα διαστέλλονται τα σύννεφα
Μετά απ' τη βροχή, θα βρούμε τα πόδια μας να καλπάζουν πάνω απ' το σούρουπο
και το κεφάλι μας μπογιατισμένο σαν καράβι - ποιός ξέρει από πού
Μετά απ' τη βροχή, στ' αφτιά μας θα χώσουμε το χρόνο και με τα δάχτυλα
θα ψιλαφούμε τη γη μέχρι να την ξεριζώσουμε και να την κρύψουμε στα σωθηκά μας μέσα
Μετά απ' τη βροχή, στ' αλήθεια η πιο όμορφη ώρα,
στο μεταίχμιο του ερέβους και του φωτός,
θα ψάχνω στα τετράδια μου και στα βιβλία το λόγο της ύπαρξής μου μα θα μένω εκεί απαρηγόρητη, μέχρι το φως να χυμίξει μέσα στο υγρό μου δωμάτιο...
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
τότε θα 'ρθουν πάλι ξαφνικά...
Όλοι αυτοί οι ήχοι που έχασαν τη στάση τους στο μετρό
Και κατέβηκαν στα έγκατα της γης
Εκείνη η γυναίκα γέννησε στ' απόκρημνα βράχια
και σαν να μην είχε ζωή μετά κάπου αλλού
έπεσε στο νερό τραγουδώντας
Κάποτε βρήκαν ένα όμορφο αγόρι
και το κράτησαν σαν μια σταγόνα φωτός
Ενω δεν ήξεραν...
Η πιο ακέραια σιωπή ήρθε μετά την πρώτη διείσδυση
Παρατεταμένη σιωπή όταν το κορίτσι ιδρωμένο
Τον χάιδεψε για να μη φοβάται
Έμαθε να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
Το κλάμα του μύριζε θάλασσα
Τα χέρια του θύμιζαν βράχια
Έιναι ακόμα νωρίς, λέει ο χρόνος
Δες, αυτός ο μελαχρινός άντρας κοιτάζει κάτω
Τον πήρε ο άνεμος
Τον πήρε ο άνεμος, είπαν
Χάθηκε ψάχνοντας ένα τραγούδι
Φωνάζαν στ αφτιά του εκείνοι οι καταραμένοι ήχοι
Όταν θα πάω πάλι στο συρμό
μια ιστορία θα μου τρυπήσει το σώμα
και τότε είναι που θα 'ρθουν πάλι...
ξαφνικά
όπως η ζωή.
Και κατέβηκαν στα έγκατα της γης
Εκείνη η γυναίκα γέννησε στ' απόκρημνα βράχια
και σαν να μην είχε ζωή μετά κάπου αλλού
έπεσε στο νερό τραγουδώντας
Κάποτε βρήκαν ένα όμορφο αγόρι
και το κράτησαν σαν μια σταγόνα φωτός
Ενω δεν ήξεραν...
Η πιο ακέραια σιωπή ήρθε μετά την πρώτη διείσδυση
Παρατεταμένη σιωπή όταν το κορίτσι ιδρωμένο
Τον χάιδεψε για να μη φοβάται
Έμαθε να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
Το κλάμα του μύριζε θάλασσα
Τα χέρια του θύμιζαν βράχια
Έιναι ακόμα νωρίς, λέει ο χρόνος
Δες, αυτός ο μελαχρινός άντρας κοιτάζει κάτω
Τον πήρε ο άνεμος
Τον πήρε ο άνεμος, είπαν
Χάθηκε ψάχνοντας ένα τραγούδι
Φωνάζαν στ αφτιά του εκείνοι οι καταραμένοι ήχοι
Όταν θα πάω πάλι στο συρμό
μια ιστορία θα μου τρυπήσει το σώμα
και τότε είναι που θα 'ρθουν πάλι...
ξαφνικά
όπως η ζωή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)