1. είσαι εκεί για να με μετράς
στέκεις εκεί για να με μετράς
να μου καταλογίζεις τα λάθη
να μου θυμώνεις
και να μου εξηγείς
πως δεν είμαι αυτό που ονειρευόσουν τότε
2. Δέσποινα
δε ζήτησε συγχώρεση
πασπάτεψε λίγο τα χαρτιά
κι ευχήθηκε να μπορεί
τουλάχιστον
ν' ανατριχιάζει
3. τα σκυλιά
τα σκυλιά που μου δωσε ο χρόνος
ή θα τα δαμάσω
ή θα με δικάσουν
με τις άγριες τούτες μασέλες
ΥΓ. οι ρωγμές στο χέρι μένουν ίδιες
τ' αγγίγματα αλλάζουν
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011
ύαινες πάλι
ψηφιδωτά γέλια
σκιρτήματα του νου
ακροβάτες
λαστιχένιοι κι αμίλητοι
βρυχάται εντός μου
η χλεύη
σκιρτήματα του νου
ακροβάτες
λαστιχένιοι κι αμίλητοι
βρυχάται εντός μου
η χλεύη
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011
το αστείο
οι μέρες μου με τρώνε
κι ας είναι δικές μου
είναι αυτή η ηλιθιότητα της φύσης μας
το λάθος, η αμοιβή
το απροσδόκητο αγκάθι
ο προσδοκώμενος θάνατος
που πάντα θα επιστρέφει γυμνός απ' το πάρτυ
κι όλα θα φαίνονται φυσιολογικά
στην αίθουσα αναμονής
δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι
οι άντρες με γαμάνε
τ' αστέρια με ζαλίζουνε
η πολλαπλότητα μ' ευνουχίζει
το Εγώ μου σαπίζει
μέσα σε ξεράσματα εφημερίδων
τυλιγμένη με ζωές άλλων
ανθρώπων που δεν έζησαν ή δεν γιατρεύτηκαν
να τυλίγω το νήμα της τύχης γύρω απ' το λαιμό σου
το Εγώ μου μουδιάζει
φτύνει κι απαρνείται τα πάντα
με τρυπάει, με χύνει στο χώμα
σα νερό βρώμικο, σαν αποτυχημένη μελωδία
να σε στολίζω με κατάρες που φωσφορίζουν
λαμπιόνια του Ελέους
στιγμές του Ερέβους
κάποιος με γδύνει αργά
κάποιος με τρώει και ρεύεται ευτυχής
το γύψινο σύμπαν / το παράλληλο, μ' εξουθενώνει
με κάνει μισή
εγώ δέχομαι, ο κόσμος με κλωτσάει
το σπέρμα ανατινάζεται βουβό
μετανιωμένο, που δεν γύρισε πίσω
στη μεταστροφή του χειμώνα
τα σύμπαντα όλα, χορεύουν για μένα
χάρτης πού 'στεψε ανάποδα
πρόσωπο που ξεθύμανε
όπλα που έλιωσαν κάτω απ' το μαξιλάρι μου
σε άπειρα στρέμματα αστείρευτου πάθους
και καμιά μεταμέλεια,
γρατζουνάω τα όρια με μανία / με κόλαση
διορίζω τους αγγέλους μου
απλήρωτους τους έχω, κάνουν ανταρσία
τού στριψε / τού στριψε, τώρα χαροπαλεύει
μια αράδα νόμιμης υποταγής
μια μπουγάδα συναισθημάτων
απλώνω την ψυχή μου - φύλλο για την τυρόπιτα
λέξεις για ν' ακουστούν
εκρήγνυνται
ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια σου
με φέρνει εκατομύριες ζωές μακριά απ' όλα
(όσο γράφω στερεύω)
ο σκόρος της διάνοιας θα δείξει το τίμημα
δεν ήξερε την ενοχή της καρδιάς μου
-είναι ενοχή η ύπαρξη;-
θα αποκαλύψει το τίμημα
για όλη τη βλέννα που μάζεψε το αιδοίο μου
για όλα τα χάδια που με ξεπέρασαν
που δεν ήταν για μένα
αλλά για την παράνοια της φύσης μου
την ντροπή / η ντροπή
δεν φτάνει
τίποτα δεν φτάνει
ανατριχιάζω
βλέπω τη βρομιά
"είσαι μια χούφτα λάσπης που πάλλεται μέσα στο βούρκο των αναμνήσεων"
από την άλλη ζωή που δεν έζησες
από μιαν άλλη ζωή
κάποτε κάποιος είπε ότι όλα είναι μια μεγάλη απάτη
πως το σπέρμα το εμπόδισε μια κραυγή ανεπιτήδευτη
ένα γέλιο τρανταχτό, σπάσαν οι δεσμοί, χύθηκε αίμα
το ωάριο διαλύθηκε σε χίλιες άμαξες αγγέλων που σκόρπισαν στον ορίζοντα
και μύριζαν θάνατο
η διαστροφή που με διέπει
τα σύρματα που με τρυπάνε
όλα, όλα καταλήγουν
σε μια αχαλίνωτη ανάγκη για επιβίωση
τώρα νεογέννητοι φρύνοι θρηνούν ανήκουστες μελωδίες
απόκοσμη ακοσμία, στο έλεος της γης
μόνο της γης και της σιωπής
που θα ρθει καθαρτήρια να επουλώσει τα ανεπανόρθωτα
που θα ρθει, να φέρει θεούς ανάστροφους
με κεφάλια από λάσπη
τα μάτια της δράκαινας ησυχάζουν
κι ήταν όλα μια πεθαμένη φωτογραφία
το Εγώ που κατέστρεψε το φιλμ
το Εγώ που χάθηκε σε μια ανελέητη κοσμοσυρροή
το Εγώ που συρρικνώθηκε για να χωρέσει
το Εγώ που ασφυκτιούσε, το Εγώ που δεν χώρεσε
το Εγώ καθρεφτίζεται σε κάτι ανεξήγητα λευκό
οι άνθρωποι γρυλίζουν μέσα μου
το κατακάθι τους πέφτει ατόφιο
λιώνει και σκληραίνει τον πυρήνα
τα στήθια μου είναι γεμάτα γάλα
τα στήθια μου είναι γεμάτα ζωή και ηδονή
η ομορφιά, δεν έρχεται
(όσο γράφω στερεύω)
η ομορφιά σε κόβει στα δυο
της λείπει η ασχήμια, της λείπουν ρυτίδες
διχασμένη ομορφιά, ανάκατη με δώρα θανάτου
με δώρα παστρικά, με δώρα πένθιμα
κι όλα μαζί στοιβαγμένα
σ' ένα ποτ πουρί αηδιαστικό
μα τόσο δικό σου που σε κάνει να κλαις.
κάποιος είπε ότι όλα είναι μια μεγάλη απάτη
κάποιος κατάλαβε και αποχώρησε νωρίς
όσο γράφω στερεύω
ή απλώς αστειεύομαι.
κι ας είναι δικές μου
είναι αυτή η ηλιθιότητα της φύσης μας
το λάθος, η αμοιβή
το απροσδόκητο αγκάθι
ο προσδοκώμενος θάνατος
που πάντα θα επιστρέφει γυμνός απ' το πάρτυ
κι όλα θα φαίνονται φυσιολογικά
στην αίθουσα αναμονής
δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι
οι άντρες με γαμάνε
τ' αστέρια με ζαλίζουνε
η πολλαπλότητα μ' ευνουχίζει
το Εγώ μου σαπίζει
μέσα σε ξεράσματα εφημερίδων
τυλιγμένη με ζωές άλλων
ανθρώπων που δεν έζησαν ή δεν γιατρεύτηκαν
να τυλίγω το νήμα της τύχης γύρω απ' το λαιμό σου
το Εγώ μου μουδιάζει
φτύνει κι απαρνείται τα πάντα
με τρυπάει, με χύνει στο χώμα
σα νερό βρώμικο, σαν αποτυχημένη μελωδία
να σε στολίζω με κατάρες που φωσφορίζουν
λαμπιόνια του Ελέους
στιγμές του Ερέβους
κάποιος με γδύνει αργά
κάποιος με τρώει και ρεύεται ευτυχής
το γύψινο σύμπαν / το παράλληλο, μ' εξουθενώνει
με κάνει μισή
εγώ δέχομαι, ο κόσμος με κλωτσάει
το σπέρμα ανατινάζεται βουβό
μετανιωμένο, που δεν γύρισε πίσω
στη μεταστροφή του χειμώνα
τα σύμπαντα όλα, χορεύουν για μένα
χάρτης πού 'στεψε ανάποδα
πρόσωπο που ξεθύμανε
όπλα που έλιωσαν κάτω απ' το μαξιλάρι μου
σε άπειρα στρέμματα αστείρευτου πάθους
και καμιά μεταμέλεια,
γρατζουνάω τα όρια με μανία / με κόλαση
διορίζω τους αγγέλους μου
απλήρωτους τους έχω, κάνουν ανταρσία
τού στριψε / τού στριψε, τώρα χαροπαλεύει
μια αράδα νόμιμης υποταγής
μια μπουγάδα συναισθημάτων
απλώνω την ψυχή μου - φύλλο για την τυρόπιτα
λέξεις για ν' ακουστούν
εκρήγνυνται
ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια σου
με φέρνει εκατομύριες ζωές μακριά απ' όλα
(όσο γράφω στερεύω)
ο σκόρος της διάνοιας θα δείξει το τίμημα
δεν ήξερε την ενοχή της καρδιάς μου
-είναι ενοχή η ύπαρξη;-
θα αποκαλύψει το τίμημα
για όλη τη βλέννα που μάζεψε το αιδοίο μου
για όλα τα χάδια που με ξεπέρασαν
που δεν ήταν για μένα
αλλά για την παράνοια της φύσης μου
την ντροπή / η ντροπή
δεν φτάνει
τίποτα δεν φτάνει
ανατριχιάζω
βλέπω τη βρομιά
"είσαι μια χούφτα λάσπης που πάλλεται μέσα στο βούρκο των αναμνήσεων"
από την άλλη ζωή που δεν έζησες
από μιαν άλλη ζωή
κάποτε κάποιος είπε ότι όλα είναι μια μεγάλη απάτη
πως το σπέρμα το εμπόδισε μια κραυγή ανεπιτήδευτη
ένα γέλιο τρανταχτό, σπάσαν οι δεσμοί, χύθηκε αίμα
το ωάριο διαλύθηκε σε χίλιες άμαξες αγγέλων που σκόρπισαν στον ορίζοντα
και μύριζαν θάνατο
η διαστροφή που με διέπει
τα σύρματα που με τρυπάνε
όλα, όλα καταλήγουν
σε μια αχαλίνωτη ανάγκη για επιβίωση
τώρα νεογέννητοι φρύνοι θρηνούν ανήκουστες μελωδίες
απόκοσμη ακοσμία, στο έλεος της γης
μόνο της γης και της σιωπής
που θα ρθει καθαρτήρια να επουλώσει τα ανεπανόρθωτα
που θα ρθει, να φέρει θεούς ανάστροφους
με κεφάλια από λάσπη
τα μάτια της δράκαινας ησυχάζουν
κι ήταν όλα μια πεθαμένη φωτογραφία
το Εγώ που κατέστρεψε το φιλμ
το Εγώ που χάθηκε σε μια ανελέητη κοσμοσυρροή
το Εγώ που συρρικνώθηκε για να χωρέσει
το Εγώ που ασφυκτιούσε, το Εγώ που δεν χώρεσε
το Εγώ καθρεφτίζεται σε κάτι ανεξήγητα λευκό
οι άνθρωποι γρυλίζουν μέσα μου
το κατακάθι τους πέφτει ατόφιο
λιώνει και σκληραίνει τον πυρήνα
τα στήθια μου είναι γεμάτα γάλα
τα στήθια μου είναι γεμάτα ζωή και ηδονή
η ομορφιά, δεν έρχεται
(όσο γράφω στερεύω)
η ομορφιά σε κόβει στα δυο
της λείπει η ασχήμια, της λείπουν ρυτίδες
διχασμένη ομορφιά, ανάκατη με δώρα θανάτου
με δώρα παστρικά, με δώρα πένθιμα
κι όλα μαζί στοιβαγμένα
σ' ένα ποτ πουρί αηδιαστικό
μα τόσο δικό σου που σε κάνει να κλαις.
κάποιος είπε ότι όλα είναι μια μεγάλη απάτη
κάποιος κατάλαβε και αποχώρησε νωρίς
όσο γράφω στερεύω
ή απλώς αστειεύομαι.
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011
ραμμένη για τον αιώνα
κάποιος μ' έραψε για τον αιώνα
και μου φόρτωσε δεκαοκτώ βράχους στην πλάτη
απάνω μου να με βαραίνουν
σα σκιές αγίων, σαν ευχές περαστικών.
αντιγύρισμα, στα όσα εζησα
οι λέξεις που πλαντάξαν
και λίγος Θάνατος.
έπρεπε να περάσουν δεκαοκτώ χρόνια για να παραδεχτώ
πως ήμουν τελειωμένη.
και μου φόρτωσε δεκαοκτώ βράχους στην πλάτη
απάνω μου να με βαραίνουν
σα σκιές αγίων, σαν ευχές περαστικών.
αντιγύρισμα, στα όσα εζησα
οι λέξεις που πλαντάξαν
και λίγος Θάνατος.
έπρεπε να περάσουν δεκαοκτώ χρόνια για να παραδεχτώ
πως ήμουν τελειωμένη.
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011
ο καιόμενος
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά!
είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο,
όταν του μιλήσαμε.
Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο,
όταν του μιλήσαμε.
Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Τ. Σινόπουλος
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011
το χέρι
πεθαίνεις
δεν το βλέπεις;
τρυπάς
τρυπάς
ξεφουσκώνεις
λιώνεις
δεν βλέπεις πια
αυτά που έβλεπες
μόνο σκορπάς
αίμα.
μυρίζεις θάνατο
μυρίζεις
καμένο χώμα
γυρίζεις
στο χώμα.
ένα χέρι
ηρθε να σε πάρει
απαλά
χωρίς
πληγές
ανάθεμα
ή σκόνη.
ένα χέρι
σε στόλισε
με φωτάκια
γνώριμα
εφηβικά
παλιά
αναλλοίωτα
με αφόρετα
φτιασίδια
χρώματα
χιλιάδες
αντιπυρετικά
κι άλλα τόσα
δρομολόγια
άχρηστα
και απίστευτα
ένα χέρι
κρατάει
όσα έγιναν
κι όσα δεν έγιναν
στου χρόνου
το μαστίγιο
ένα χέρι
γέρνει
σ' εσένα
να σε γεμίσει
με φως
να σ' αλαφρώσει
θα θελα να χα
χίλια αποσιωπητικά
και αμέτρητες
αφισοκολλημένες
ελπίδες
στους τοίχους
της καρδιάς
μα είναι αργά
πολύ αργά.
μην ξεχάσεις
ότι κάποτε
υπήρξες
έστω κι αν ποτέ
κανείς
και τίποτα
δεν σε γιάτρεψε.
δεν το βλέπεις;
τρυπάς
τρυπάς
ξεφουσκώνεις
λιώνεις
δεν βλέπεις πια
αυτά που έβλεπες
μόνο σκορπάς
αίμα.
μυρίζεις θάνατο
μυρίζεις
καμένο χώμα
γυρίζεις
στο χώμα.
ένα χέρι
ηρθε να σε πάρει
απαλά
χωρίς
πληγές
ανάθεμα
ή σκόνη.
ένα χέρι
σε στόλισε
με φωτάκια
γνώριμα
εφηβικά
παλιά
αναλλοίωτα
με αφόρετα
φτιασίδια
χρώματα
χιλιάδες
αντιπυρετικά
κι άλλα τόσα
δρομολόγια
άχρηστα
και απίστευτα
ένα χέρι
κρατάει
όσα έγιναν
κι όσα δεν έγιναν
στου χρόνου
το μαστίγιο
ένα χέρι
γέρνει
σ' εσένα
να σε γεμίσει
με φως
να σ' αλαφρώσει
θα θελα να χα
χίλια αποσιωπητικά
και αμέτρητες
αφισοκολλημένες
ελπίδες
στους τοίχους
της καρδιάς
μα είναι αργά
πολύ αργά.
μην ξεχάσεις
ότι κάποτε
υπήρξες
έστω κι αν ποτέ
κανείς
και τίποτα
δεν σε γιάτρεψε.
Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011
Lonely as the sound of lying on the ground of an airplane going down.
τώρα, τώρα
παγωμένη εποχή
σε μια ριτίδα λάσπης
σε μια χρονορωγμή
αποστάζω την αιτία.
μίλησε, μίλησε
ν' ακούω τα ψιλαφίσματα
της γης το παράπονο
του ανέμου την ιαχή
του θρίαμβου τη λήθη
ξέρω, ξέρω
οι μέρες αντηχούν
σα σύρματα που φλέγονται
σαν μουσικές ελπίδες
που γρατζουνάνε λίγο λίγο
το σώμα
πάλι το χώμα
πάλι αυτή η σειρήνα
του ασθενοφόρου
που κουβαλάει αρρώστια
πάλι αυτή
η ανεμοβλογιά
που σέρνεται σαν
ευλογία του ανέμου
που τεντώνει τις χορδές
της ψυχής απαλά
δοκιμάζει τα όρια
πάλι οι συναρτήσεις
οι αναρτήσεις
οι ασυναρτησίες
της αγάπης
που σπρώχνουν
το μαύρο
ν' απλωθεί
μέσα βαθιά
στην ελλειπτική τροχιά
που χαράζουμε
στον αιώνα.
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011
Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011
λερωμένη
το χειρότερο δεν είναι
ο άφταστος μύθος
το χειρότερο είναι
όταν ο μύθος καταρρέει...
ο άφταστος μύθος
το χειρότερο είναι
όταν ο μύθος καταρρέει...
πάλεψα χρόνια
για να σβήσω απ' τη γλώσσα
τη σιωπή μου
που με κένταγε λίγο λίγο
με μαδούσε
άχρηστες λέξεις άφησα πολλές
όλες παρόμοιες πάνω κάτω
με την ίδια χροιά, το ίδιο δηλητήριο
σε κάθε συλλαβή
να στάζει λίγο λίγο
στη ζωή μου
αλλά με λέρωσαν πιο πολύ
τα "δυνατά αισθήματα"
όταν νόμιζα πως άγγιζα ορίζοντα
πως λίγο ακόμα, και θα έφτανα
τ' ανείπωτα να νιώσω.
μου έλειπες
και δεν ήξερα
πως ήσουν εσύ
που αδημονούσα.
όλα όμως έγιναν πραγματικότητα
και η πραγματικότητα είναι αυτή
που κάνει τη σιωπή μας να λιώνει
και η πραγματικότητα είναι αυτή
που κάνει τη σιωπή μας να λιώνει
άμα σ' είχα ποτέ αγαπήσει
θα σ' έβριζα που με άφησες
θα σε βαρούσα, θα τσίριζα
θα κυλιόμουν στο χώμα
θα αρρώσταινα για μέρες
θα τρέκλιζα.
κι άμα σ' είχα ποτέ αγαπήσει
δεν θα φοβόμουν να λερωθώ μαζί σου
στο χώμα, στη λάσπη, στο φως
θα σου έδειχνα την γρατζουνισμένη μου πλάτη
θα σου πίεζα το στήθος με αθωότητα
δεν θα μ' ένοιαζε
αν τα μαλλιά μου είναι όμορφα
ή πατικομένα, αν πετάνε οι τούφες
θα σε πήγαινα στην άκρη του κόσμου
μόνο και μόνο για να σου χαμογελάσω
γυμνή, απελευθερωμένη από μένα,
μόνο για εσένα
και να με δεις, ν' ανατέλλω
μπροστά σου, σαν γόνιμη γη
από ατόφιο χώμα.
αν σ' είχα ποτέ αγαπήσει
θα σου έδειχνα το χειμώνα μου
με μάτια κλειστά
δεν θα μ' ένοιαζε ο κόσμος
ούτε αν μας λήστεψαν στο περίπτερο
ούτε αν η ταινία ήταν μάπα
ούτε αν κάναμε δυο φορές τον κύκλο
για να φτάσουμε σπίτι σου.
θα σ' αγαπούσα παντού,
αν σ' είχα ποτέ αγαπήσει.
τώρα που δεν υπάρχει αγάπη
υπάρχει πολιτισμός.
και η σιωπή,
ανήκει μόνο στην ποίηση.
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011
η στριγκλιά
δεν μπορούσε ο ύπνος να γιάνει
τόσες πληγές
δεν μπορούσε η ψυχή μου να συμμαζέψει
τόσα ερείπια
δε βρήκα δύναμη να ζήσω
αλλά βρήκα δύναμη να ουρλιάξω
ή να ονειρευτώ
όλα ηχούσαν σουρρεαλιστικά στ' αυτιά μας
για να ξεπλύνουν αμαρτίες με λάθη
-κι άλλα λάθη-
μέχρι να σβήσουμε με τρόπο φρικτό.
Το ουρλιαχτό είχε ξεκινήσει απ τα χαράματα
οι γειτόνοι κόντεβαν να πεθάνουν απ' τον πονοκέφαλο
οι ωτοασπίδες δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη
και στο τετράγωνο μπαλκόνι γυρίζαν σαν τις σβούρες
-τρεις γυναίκες.
Από μέσα, ακουγόταν ένα γυναικείο σκούξιμο
που σταματημό δεν είχε, βαθύ και διαπεραστικό
παρατεταμένο κλάμα, αιμορραγία ψυχής, στριγκλιά που δεν έπαυε
καταραμένο σούρσιμο, ποιος ξέρει τι στο διάβολο ήταν.
Τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά
και χαραμάδες δεν υπήρχαν στους ξεφλουδισμένους τοίχους
σε σημείο που αναρωτιόσουν
πού έβρισκε τον αέρα αυτό το πλάσμα
και συνέχιζε το αθλιο τραγούδισμά της
Οι τρεις γυναίκες, τριγυρνούσαν ανελέητα
γύρω γύρω απ' το σπίτι μανιασμένες
κόντευαν να λιποθυμίσουν
ενώ η τρομερή στριγκλιά δεν σταματούσε
Στον επάνω όροφο
καθόταν ένας γέρος
που άπλωνε ατάραχα μερικά σώβρακα
ήταν κουφός ο άμοιρος
και συνάμα τόσο τυχερός - εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα
δεν είχε πάρει είδηση τίποτα.
Ξάφνου, μια απ' τις τρείς γυναίκες
βρήκε τη λύση
προσπάθησε κάτι να ξεστομίσει, αλλά μάταια
-δεν ακουγόταν.
Τότε με νοήματα
έδειξε στις άλλες δυο μια σκούπα
αφημένη δίπλα σε μερικές γλάστρες
κοντά στο κάγκελο
την πήραν κι ανοίξαν ένα παράθυρο
Το ουρλιαχτό έμοιασε ξαφνικά
διπλάσιο, κι αναρωτιόσουν πάλι
πώς θ' ακουγόταν μες το ίδιο το σπίτι
Η μια απ' τις τρείς ανέβηκε σ' ένα σκαμνί
εντόπισε τον υπαίτιο του απέραντου θορύβου
κι άρχισε να κοπανάει μ' όλη της τη δύναμη
φωνάζοντας στον παππού που άπλωνε ακόμη
τα σώβρακα
"γέρο! να το θυμάσαι πως εσύ το κανες!
εγώ αυτή τη σκούπα, μόνο για να σκουπίσω άγγιξα!"
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ,
γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ, γκαπ.
είδα τα αίματα
να βγαίνουν από κάτω
οι άλλες δυο σχεδόν χειροκροτούσαν
η τιμωρία είχε παραδοθεί
ξανάλαμψε η γαλήνη
στον τόπο.
Σώσον κύριε τον λαόν σου
και ευλόγησον την κληρονομίαν σου
ξύπνησα
χωρίς να έχω σωθεί,
χωρίς να έχω λησμονήσει,
χωρίς να ξέρω τι ήθελε να μου πει
το όνειρο της στριγκλιάς,
χωρίς να ξέρω τι θέλει
η ζωή από μένα
και ευλόγησον την κληρονομίαν σου
ξύπνησα
χωρίς να έχω σωθεί,
χωρίς να έχω λησμονήσει,
χωρίς να ξέρω τι ήθελε να μου πει
το όνειρο της στριγκλιάς,
χωρίς να ξέρω τι θέλει
η ζωή από μένα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)