μας
υποπτεύονται
για φυγόκεντρους
για σχιζοφρενείς
για φοβισμένους
λένε πως θα μας πιάσουνε
με το αδίκημα της απραξίας.
στην οροφή
σε θυμάμαι που χόρευες
ξόρκιζες μέσα μου την αμαρτία
λύγιζες πότε τη μέση
και πότε τα πόδια σου
κι ήσουν αθάνατη για δυο λεπτά.
σε λίγο θα έρθουν
να μας πιάσουνε
με το αδίκημα της απραξίας.
δεν δοκιμάσαμε, λέει,
αρκετά
τις δυνάμεις μας.
δεν φτάσαμε τ' άφταστα
γι αυτό θα μας πιάσουν.
κι όπως χόρευες
χάιδευες νοητά την ψυχούλα μου
μ' άφηνες παράλυτο
κι εκστατικό
κι όπως σε θαύμαζα
δάμαζα την ακινησία
κι οι σκέψεις μου ανάλαφρες
αυτοκτονούσαν χορεύοντας
απ' την ταράτσα.
σε λίγο θα έρθουν
όπως σου είπα, να μας πιάσουνε
αγαπημένη μου.
τόσο εύθραυστη αυτή η σιωπή τώρα
τόσο ιερή
και πένθιμη
πόσο μεγάλη κι αρχοντική
αυτή η κίβδηλη σιωπή
πριν το τέλος.
ησύχασε αγάπη μου
μην κλαις, μη λυγίζεις
μια ζωή χάσαμε μόνο.
απαλά σου χαιδεύω τα μάτια
πορσελάνινη και μαραμένη
σαν κρίνος,
σαν φωτογραφία
μην κλαις αγαπημένη μου
σε θυμάμαι που χόρευες
και γέλαγες και φούντωνες
κι αναστέναζες κι όλα τα ήθελες
και μ' όλα ερωτευόσουν
και μ' όλα τέλειωνες
χαραμίσαμε.
τη ζωή μας λατρεμένη μου.
σκορπίσαμε τις δυνάμεις μας
στον άνεμο.
μ' ένα χαμόγελο και μια ελαφράδα
σαν να σκορπούσαμε σκόνη
μας
υποπτεύονται
για φυγόκεντρους
για σχιζοφρενείς
για φοβισμένους
λένε πως θα μας πιάσουνε
με το αδίκημα της απραξίας.
έρχονται βλέπεις;
όμως δες, είμαστε ψηλά, γύρω αέρας πάνω ουρανός.
δες αγάπη μου όσο
και να προσπαθήσουν
δεν θα φτάσουν, είμαστε ψηλά.
ψέματα
δες έρχονται.
δυο λεπτά.
δευτερόλεπτα.
σε κοιτάζω και απογειώνομαι
έρχονται
σε κοιτάζω βουβός κι ανασταίνομαι
έρχονται
σε κοιτάζω ξανά
για τελευταία φορά
στην άκρη του τίποτα.
υποπτεύονται
για φυγόκεντρους
για σχιζοφρενείς
για φοβισμένους
λένε πως θα μας πιάσουνε
με το αδίκημα της απραξίας.
στην οροφή
σε θυμάμαι που χόρευες
ξόρκιζες μέσα μου την αμαρτία
λύγιζες πότε τη μέση
και πότε τα πόδια σου
κι ήσουν αθάνατη για δυο λεπτά.
σε λίγο θα έρθουν
να μας πιάσουνε
με το αδίκημα της απραξίας.
δεν δοκιμάσαμε, λέει,
αρκετά
τις δυνάμεις μας.
δεν φτάσαμε τ' άφταστα
γι αυτό θα μας πιάσουν.
κι όπως χόρευες
χάιδευες νοητά την ψυχούλα μου
μ' άφηνες παράλυτο
κι εκστατικό
κι όπως σε θαύμαζα
δάμαζα την ακινησία
κι οι σκέψεις μου ανάλαφρες
αυτοκτονούσαν χορεύοντας
απ' την ταράτσα.
σε λίγο θα έρθουν
όπως σου είπα, να μας πιάσουνε
αγαπημένη μου.
τόσο εύθραυστη αυτή η σιωπή τώρα
τόσο ιερή
και πένθιμη
πόσο μεγάλη κι αρχοντική
αυτή η κίβδηλη σιωπή
πριν το τέλος.
ησύχασε αγάπη μου
μην κλαις, μη λυγίζεις
μια ζωή χάσαμε μόνο.
απαλά σου χαιδεύω τα μάτια
πορσελάνινη και μαραμένη
σαν κρίνος,
σαν φωτογραφία
μην κλαις αγαπημένη μου
σε θυμάμαι που χόρευες
και γέλαγες και φούντωνες
κι αναστέναζες κι όλα τα ήθελες
και μ' όλα ερωτευόσουν
και μ' όλα τέλειωνες
χαραμίσαμε.
τη ζωή μας λατρεμένη μου.
σκορπίσαμε τις δυνάμεις μας
στον άνεμο.
μ' ένα χαμόγελο και μια ελαφράδα
σαν να σκορπούσαμε σκόνη
μας
υποπτεύονται
για φυγόκεντρους
για σχιζοφρενείς
για φοβισμένους
λένε πως θα μας πιάσουνε
με το αδίκημα της απραξίας.
έρχονται βλέπεις;
όμως δες, είμαστε ψηλά, γύρω αέρας πάνω ουρανός.
δες αγάπη μου όσο
και να προσπαθήσουν
δεν θα φτάσουν, είμαστε ψηλά.
ψέματα
δες έρχονται.
δυο λεπτά.
δευτερόλεπτα.
σε κοιτάζω και απογειώνομαι
έρχονται
σε κοιτάζω βουβός κι ανασταίνομαι
έρχονται
σε κοιτάζω ξανά
για τελευταία φορά
στην άκρη του τίποτα.