μια κυψέλη με αίμα
στις άκρες των δακτύλων
-φυγόκεντρο σπέρμα-
εγκυμονώ το μαύρο δράκο
των ανέραστων φόβων.
η μορφή μου διασπάται
ανάστροφη
.
το τζάμι κόβει το πρόσωπο
απ' τις αρθρώσεις ως το νου
πες
"νιώθω την υπόστασή μου"
"ολόκληρη"
έχεις σταθεί ποτέ σ εκείνη
τη ρωγμή του χωροχρόνου
ν' ακούσεις -λιγο-
την ανάσα σου;
im not one of them
they are one of me.
ενυπάρχω πρόωρα
σε μια φυλακή αφομοιομένης ελπίδας
η δεύτερη φύση μου με ξεπερνά
όσα δε γράφτηκαν
όσα δε ζήσαμε
και για όσα πια
αποκλείστηκαν ως ενδεχόμενα
για όσα χρόνια πέρασαν
αδιάφορα
σκουρόχρωμα
και αλλότρια δεσμευμένα
ζωγραφίζω την μορφή μου
εκεί που θα την ήθελα
και δειλά δειλά
και ντροπαλά,
την πλησιάζω
δεν ξέρω πόσες λέξεις χάθηκαν
έγκυες κι ανυπόφορες
με λίσσα στα μάτια
μια μέρα θα μ εκδικηθούν
που δεν τους έδωσα
-για λίγο έστω-
το θρόνο ν' απαγκιάσουν
να γελάσουν
να ακουστούν
το χρόνο να εκτιναχθούν
θα με δικάσουν
ύστερα από χρόνια
προβλέποντας τη συντριβή μου
πάνω σε κάποιο
βάθρο με σπασμούς
και στάχυα
φυτρωμένα στις ταράτσες στα πάρκα
μεγαλωμένοι σε παράξενες στοές
γεράσαμε
έχοντας πάντα εκείνη την εφηβική κραυγή
αγωνίας και θλίψης
αηδείας και πτώσης
εναντίον μου στέκω
γυμνός
με φίκια μπλεγμένα στα μαλλιά
στα χέρια
χύνω το μελάνι μου
στο άδειο δωμάτιο
της απαρχαιωμένης πια πυξίδας
μου
την ψόφια κόλαση
μοιράζω στα παιδιά μας
πρόσφορο έδαφος
για τις συμφωνημένες μελωδίες
και τα άσκοπα γράμματα ελπίδας
μαυρίζω το πάτωμα και το ταβάνι
μαυρίζω τους τοίχους
τις πόρτες
με μελάνι
άγριο φως μαύρο φως
με ταραχή κι αστάθεια
δειλά αναδυόμενη φόνισσα
των παιδικών μου φόβων
η μουσική
που χύνω τρέμοντας
χορεύοντας παραπατώντας
το μελάνι
ώσπου να σιχαθώ
το σπέρμα της απάνθρωπης μου
ανάμνησης
μια σπίθα, μες το μεσημέρι
μαύρη χαραυγή ξημερώνει
θέλω να ζήσω
όπως οι τελευταίες νότες
απ' το τραγούδι των ηττημένων
ποιητών
θέλω να ζήσω
ασθμαίνοντας
ακους;
μάνα της όξινης βροχής
και των υδάτων μάνα
ξύπνα τη μοναχή σου κόρη
την αδάμαστη, την πνιγηρή της σιωπή σπάσε
μάνα των ιαχών και των γιορτών μητέρα
η νιότη μου
ανθίζει και με καίει απόκοσμα
απορροφά τη στασιμότητα
και φτύνει χρόνο
κι όλοι να αναμένουνε την ώρα
της σφαγής του απομεσήμερου
εκείνου του τελευταίου
ώρα θανάτου και γιορτής ξεκίνημα
μες τη ζαλάδα και το ημίφως
εκπνέω
μελανιασμένοι τοίχοι
τα γυμνά μου χέρια
εφάπτονται
κουράζομαι,
νυστάζω,
τρέμω
πυρκαγιά! η έξοδος
η έξοδος το φίλημα του χρόνου
η έξοδος
η αναγέννηση της ματαιότητας
η έξοδος
μια μυστική υπόγεια διάβαση
στην ατελή και πάντοτε φθαρτή μου
κράση
έχοντας πάντα μες τα σπλάχνα
αυτή την αδιόρατη ημιτέλεια
μισή
παράδοξα ακατανόητη
και υπερβατική
πάντοτε αξεπέραστη
ύπαρξη
που διαχωρίζεται απ' το είναι μου
κυκλικά
η αναπηρία μου να συλλάβω
αυτή την έκρηξη
των συνειρμών
της άπωσης
να βάλω τάξη στην αχόρταγή μου
ανάγκη να ξεπεράσω το νου μου
να βρω μια τρύπα να βγω
από μέσα μου
από το μελανιασμένο άδειο δωμάτιο
του μυαλού, της σιωπηλής απάτης
αυταπατόμαι και γνωρίζοντας υποκύπτω
σε κάτι απρόοπτο
αδυνατώ να εννοήσω την κραυγή μου
να επινοήσω τη φωνή μου
να δαμάσω το χωροχρόνο
ή το χορό του χρόνου μες τον κόσμο
οι κινήσεις σπάζουν
και νιώθω ανίκανη να εξηγήσω
τον τρόπο που δράω
που ανταποκρίνομαι
που αρνούμαι
που αυτοανακυρίσσομαι βασίλισσα
των παραλογισμών μου
η αναπηρία αυτή της ευφυίας μου
να συλλάβει τα αδιανόητα, με διαλύει
με υπερβαίνει
ίσως και σκόπιμα
φαντάζομαι το τρομερό αυτό νυστέρι
του αιώνιου ταξιδιού
της αναλώσιμης σκέψης μου
έτσι θα υπάρξω σύντομα
κοντά μου
πάντα με την επίγνωση πως
είναι όλα ψέματα, ψέματα
ακούς;
η διαφορά του υποδύομαι και του ζω
μου διαφεύγει
μέσα απ' τα χέρια φτύνω τον ατμό
τον χείμαρρο της ευκολίας μου
της ευφυίας και της αποστροφής μου
του συνδυασμού της τρέλας και της άπωσης
και πέφτω απαλά σε μια σκοτοδίνη
πρόθυμη να με απαλύνει
να με σφίξει
στην κατάμαυρη αγκαλιά-θηλιά της
μέσα απ' τα χέρια μου -μιας χρήσης
τελευταίας- θα ελευθερώσω
τσούζωντας τα μάτια
και αφόρητα σφαδάζοντας
εκείνες τις μικρές
και χιλιοαγαπημένες
τις πολύτιμες για μένα μονάχα
μαύρες μου πεταλούδες.
σα μαντήλι θα σύρουν τη σιωπή μου
να χαϊδέψει τη γη, το χώμα
τα φρέσκα λουλούδια
κι ευτυχισμένη πια
θα σβήσω.