Περπατάω στο δρόμο και σιγοτραγουδάω για να δω άμα μπορώ ακόμα να τραγουδήσω ή άμα έχασα πια τη φωνή μου.
Γιατί κάθε μέρα ξυπνάω μ’ αυτό το φόβο, μήπως έχει σβήσει, καιρό τώρα.
Περπατάω στο δρόμο και κοιτάω άμα έχω ακόμα τα μαλλιά μου στη θέση τους ή άμα φύγανε, άμα τα παραπλάνησε ο άνεμος και μπερδευτήκανε σε καμιά θύελλα.
Ανεβαίνω στο λεωφορείο και φοβάμαι μήπως πέσει η ψυχή μου στο πάτωμα, και χαθεί για πάντα, κι εγώ θα μείνω εκεί ανήμπορη και μισοτρελαμένη να κοιτάζω την πόρτα που έκλεισε αμείλικτη.
Κάποια μέρα θα σπάσουν τα χέρια μου, κι ούτε να γράψω δε θα μπορέσω ποτέ ξανά, γι’ αυτό κάθε φορά ορκίζομαι να γράφω σαν να ‘ταν η τελευταία.
Στέκομαι στον άδειο δρόμο κι ακούω τη ζωή να ουρλιάζει μέσα μου, να με παρακαλάει να μην την προδώσω. Κι ανατριχιάζω.
'Να ζεις ανατριχιάζοντας', είχα πει στον εαυτό μου, με κάθε θρόισμα, με κάθε λέξη, με κάθε χάραμα. 'Έτσι ζει όποιος τα χει χάσει όλα'.
Μια μέρα θα ξυπνήσω με παγωμένα πόδια πάνω σ’ ένα υπερωκεάνιο.
Το ξέρω, είναι το μόνο που μου απομένει πια: να ξυπνήσω πάνω σ’ ένα υπερωκεάνιο.
Θα χαμογελάσω στα θυμωμένα κύματα, κι οι χείμαρροι θα στέκουν να κοιτάνε, σαν λυπημένοι θεατές.
Αυτός που δεν έχει τίποτα, δεν νιώθει ούτε ζωντανός ούτε πεθαμένος. Μόνο μια μέθη αλλόκοτη κι ένα παραμίλημα σαν τραγούδι, σαν ιαχή.
Από ένα σακούλι θα βγάλω τον πόνο, το λυτρωμό, τις λέξεις, τις προσευχές και τους ήχους, που μου μουρμουράγαν τελευταία ζητώντας ελευθερία, και θα τα ρίξω στο βυθό για πάντα.
Ό,τι πιο πολύτιμο μου είχε απομείνει πριν το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου