Αέρα, λίγο αέρα μόνο τίποτ’ άλλο. Να βγω έξω, ο κόσμος μ’ αηδιάζει, τα πρόσωπα, τα λόγια, τα παπούτσια τους, θάνατος, μόνο λίγο έξω παρακαλώ να βγω! Το παράθυρο, το παράθυρο, είμαι στο έλεος του. Όλα περάσαν, περάσαν! Τ’ ακούς; Μια μέρα θα γελάω με τα χάλια μου τα εφηβικά. Μια μέρα θα ξεσπάσω σε γέλια, απροσδόκητα. Θ’ ανεβούν απ’ τον κόρφο μου ως τα τύμπανα των αφτιών, θα τυραννάνε το σώμα μου κι όμως εγώ θ’ αφρίζω από άθλιες σκέψεις. Μόνο μην κλάψεις, μην κλάψεις τώρα! Σε βλέπουν, θα χαρούν, μην κλάψεις. Μάζεψε τα κουράγια σου μέχρι ν’ ανοίξεις το παράθυρο, να πάρεις εκείνο τον αέρα, τον εύθραυστο. Με συγχωρείτε, μα ξέρετε, δεν σας βλέπω, δε βλέπω. Μόνο την κορφή της σκιάς μου να αγγίζει το χερούλι, πλησιάζω, να σέρνω μια εικόνα της θλίψης μου, στα έγκατα της γης πηγαίνω, αφήστε με, σ’ ένα παράθυρο, λίγο αέρα. Κι ο πόνος μου κραυγή, στις δυστυχισμένες σάρκες σας.
Έφτασα , το άνοιξα, έχωσα το κεφάλι μου απ’ έξω, πήρα δυο βαθιές ανάσες κι ύστερα ξανακάθισα. Όλα ήταν όπως πριν, μόνο που στα πνευμόνια μου είχα τον άνεμο που χρειαζόμουν. Και δεν έγινε τίποτ’ άλλο, στ’ αλήθεια, όλοι έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Με ανοιχτό παράθυρο η αίθουσα έμοιαζε με ανοιξιάτικο λιβάδι.
Μετά ο κόσμος έφυγε. Έφυγα κι εγώ χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα. Χωρίς καμία συναίσθηση του εαυτού μου, του τι κάνω εδώ, τι έκανα, πόσα χρόνια έζησα και πόσα θα ζήσω ακόμα, την ύπαρξή μου μετρημένη στα δάκτυλα, και την ψυχή μου κόκκινη μεσ’ τ’ άφιλτρα όνειρά μου, τα πολλά εκείνα χρόνια της αιωνιότητάς μου, μιας αιωνιότητας τελείως προσωπικής, τελείως μοναδικής και την αυτοκαταστροφική μου άβγαλτη περηφάνια να τσουρουφλίζεται λίγο λίγο από ανεμόβγαλτες λάμπες πυρακτώσεως. Κι αν έχω ζωή, σίγουρα δεν είναι εδώ. Είναι κάπου αλλού, έξω απ’ το παράθυρο . Ίσως κι έξω απ’ τον κόσμο. Πέρα απ’ τα σύνορα, πέρα απ’ τις σειρήνες των ασθενοφόρων και τις αμαρτωλές ελπίδες των ψηλοτάβανων εκκλησιών. Και σίγουρα πολύ πιο πέρα απ’ τον ασθενικό εαυτό μου.
Έφτασα , το άνοιξα, έχωσα το κεφάλι μου απ’ έξω, πήρα δυο βαθιές ανάσες κι ύστερα ξανακάθισα. Όλα ήταν όπως πριν, μόνο που στα πνευμόνια μου είχα τον άνεμο που χρειαζόμουν. Και δεν έγινε τίποτ’ άλλο, στ’ αλήθεια, όλοι έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Με ανοιχτό παράθυρο η αίθουσα έμοιαζε με ανοιξιάτικο λιβάδι.
Μετά ο κόσμος έφυγε. Έφυγα κι εγώ χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα. Χωρίς καμία συναίσθηση του εαυτού μου, του τι κάνω εδώ, τι έκανα, πόσα χρόνια έζησα και πόσα θα ζήσω ακόμα, την ύπαρξή μου μετρημένη στα δάκτυλα, και την ψυχή μου κόκκινη μεσ’ τ’ άφιλτρα όνειρά μου, τα πολλά εκείνα χρόνια της αιωνιότητάς μου, μιας αιωνιότητας τελείως προσωπικής, τελείως μοναδικής και την αυτοκαταστροφική μου άβγαλτη περηφάνια να τσουρουφλίζεται λίγο λίγο από ανεμόβγαλτες λάμπες πυρακτώσεως. Κι αν έχω ζωή, σίγουρα δεν είναι εδώ. Είναι κάπου αλλού, έξω απ’ το παράθυρο . Ίσως κι έξω απ’ τον κόσμο. Πέρα απ’ τα σύνορα, πέρα απ’ τις σειρήνες των ασθενοφόρων και τις αμαρτωλές ελπίδες των ψηλοτάβανων εκκλησιών. Και σίγουρα πολύ πιο πέρα απ’ τον ασθενικό εαυτό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου