Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Η φορεσιά


Άνοιξε την ντουλάπα της
κι αντίκυσε έναν κόσμο αλλιώτικο

είδε μια φωτιά πελώρια
που σαν να τσουρούφλιζε ό,τι άφησε ο αιώνας χαλασμένο
έναν κόσμο αλλιώτικο αντίκρυσε
που οι άνθρωποι δεν πεθαίναν σιωπηλοί και μίζεροι
πεθαίναν ευτυχισμένοι
οι άνθρωποι δεν πλαγιάζαν στους τάφους τους,
αλλά πηγαίναν στη γιορτή
καίγονταν απ' τη μέση και πάνω
και τα πόδια τους δεν έλεγαν να ησυχάσουν
έκαναν κύκλους συνέχεια πάνω απ' τις φλόγες
και μύριζαν δροσιά μυστική, στ' αθάνατα μάτια
κρύβαν το χρόνο και μιλάγαν με νότες
είδε έναν κόσμο αλλιώτικο
που κανείς δεν μπόρεσε να δει ως τότε
κανείς δεν ένιωσε ποτέ αυτή τη δροσιά ως το κόκκαλο
να μαστίζει το νου και το σώμα
είδε στ' αλήθεια αυτό τον κόσμο
που οι άνθρωποι πεθέναν παντού
αφήναν μια γεύση ζεστή σαν φτερούγισμα
και σκορπίζαν σαν άνεμοι
δε λυπούνταν για τη ζωή που έφυγε
μα καλοδέχονταν το θάνατο
με τελετές και τρίαινες.

Κι έκλεισε τη ντουλάπα της
-Είχε βρει πια αυτό που έψαχνε-
χαμογέλασε στον εαυτό της
κι έπεσε στο κρεβάτι της
και κοιμήθηκε.
Για πάντα

1 σχόλιο: